Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

όμοιος

  • 41 одинаковый

    επ., βρ: -ков, -а, -о
    όμοιος, ίδιος•

    -не взгляды ίδιες απόψεις•

    они -го роста αυτοί έχουν το ίδιο ανάστημα•

    -ым способом με τον ίδιο τρόπο•

    -го размера ίδιου μεγέθους•

    в -ой мере στον ίδιο βαθμό.

    Большой русско-греческий словарь > одинаковый

  • 42 одно...

    (πρόθεμα) με σημ.
    1. ενός• μονό... βλ. λήμματα παρακάτω.
    2. όμοιος, ίδιος: «одноимённый», «однотипный».

    Большой русско-греческий словарь > одно...

  • 43 параллельный

    επ. βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. (μαθ.) παράλληλος•

    -ые линии οι. παράλληλες γραμμές•

    -ые улицы οι παράλληλοι οδοί.

    2. συμπίπτων, ίδιος, όμοιος.
    3. σύγχρονος, ταυτόχρονος.
    εκφρ.
    - ое соединение – (ηλεκτρ.) Ή παράλληλη ένωση.

    Большой русско-греческий словарь > параллельный

  • 44 похожий

    επ., βρ: -хож, -а, -е.
    1. όμοιος, ίδιος με•

    похожий на мать ребёнок παιδάκι ίδιο με τη μάνα του.

    2. -же (παρνθ. λ.) φαίνεται, σαν, ως να.
    εκφρ.
    -же (на то), что... – όπως φαίνεται,.κατά τα φαινόμενα, σαν να....• на что (это) -же? σε ποιόν (τίνος) χρειάζεται αυτό; άραγε είναι δυνατόν;•
    ни на что – Ηθ•
    -же – αυτό ξεπερνά τα όρια, μη (θεέ μου) χειρότερα•
    не -жв – δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει.

    Большой русско-греческий словарь > похожий

  • 45 равносильный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    ισοδύναμος•

    -ые армии ισοδύναμοι στρατοί.

    || ισάξιος• ταυτόσημος• αντίστοιχος• όμοιος.

    Большой русско-греческий словарь > равносильный

  • 46 равный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    ίσος, όμοιος•

    -ые силы ίσες δυνάμεις•

    -ой длины, ширины, толщины ίσου μήκους, πλάτους, πάχους•

    быть равный кому-л., в чем-л. είμαι ίσος με κάποιον, σε κάτι• ισούμαι•

    ему нет равного είναι ασύγκριτος, απαράμιλλος•

    -ым образом εξ ίσου, όμοια•

    на -ых основаниях σε ίδια βάση, ίσος προς ίσον•

    относиться как к -ому, обращаться с кем как с -ым σχετίζομαι, συμπεριφέρνομαι ίσος προς ίσον•

    у них -ые способности αυτοί έχουν τις ίδιες ικανότητες.

    Большой русско-греческий словарь > равный

  • 47 ровня

    κ.α. κ. θ. όμοιος, -α, ίσος, -η, τέτοιος, -α• ταιριαστός, -ή•

    он ей не ровня αυτός μ αυτή δεν ταιριάζουν•

    в школе он не имел -и по силе στο σχολείο δεν ήταν άλλος δυνατότερος απ αυτόν•

    мы -и по годам εμείς έχομε τα ίδια χρόνια (είμαστε συνομήλικοι).

    Большой русско-греческий словарь > ровня

  • 48 собрат

    -а, πλθ. -тья, γεν. -ий κ. -ьев α. συνάδελφος (του αυτού επαγγέλματος, έργου, καθήκοντος κ.τ.τ.)• собрат по оружию συμπολεμιστής•

    собрат по профессию συνάδελφος το επάγγελμα•

    собрат по ремеслу ομότεχνος, σύντεχνος, συντεχνίτης•

    собрат по перу συνάδελφος συγγραφέας.

    || αδερφός, όμοιος.

    Большой русско-греческий словарь > собрат

  • 49 согласный

    επ., (γλωσ.) σύμφωνος, του συμφώνου•

    согласный звук ο φθόγγος του συμφώνου.

    || ουσ. το σύμφωνο•

    звонкие -ые ηχηρά σύμφωνα.

    επ., βρ: -сен, -сна, -сно.
    1. σύμφωνος•

    я -сен на все условия συμφωνώ με όλους τους όρους•

    я не -сен с вами δε συμφωνώ μαζί σας.

    2. όμοιος, ίδιος• ακριβής•

    копия -сна с подлинником το αντίγραφο είναι ακριβές.

    3. μονοιασμένος, με ομόνοια• αρμονικός.
    4. (μουσ.) αρμονικός.

    Большой русско-греческий словарь > согласный

  • 50 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 51 сходный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. όμοιος, ίδιος• παρόμοιος.
    2. πρόσφορος, σύμφορος• συγκαταβατικός•

    купить по -ой цене αγοράζω σε συμφέρουσα τιμή.

    Большой русско-греческий словарь > сходный

  • 52 твой

    твоя, тво.
    1. κτητική αντων. δικός σου, δική σου, δικό σου•

    твой дом το δικό σου σπίτι (το σπίτι σου)•

    твоя книга το δικό σου βιβλίο (το βιβλίο σου)•

    тво мнение η δική σου γνώμη (η γνώμη σου).

    || σαν ο δικός σου, δική σου κ.τ.τ., ίδιος, όμοιος•

    у него твой нос αυτός έχει την ίδια μύτη με τη δική σου.

    2. ουσ. ουδ. тво το δικό σου•

    тут общее, а не твоё, моё εδώ είναι κοινό, κι όχι δικά σου, δικό μου.

    3. ουσ, πλθ. -и οι δικοί σου, οι συγγενείς σου.
    4. ουσ. твой, твоя (απλ.) ο δικός σου (ο σύζυγος σουή ο ερωμένος σου)• η δική σου (η σύζυγος σου ή η ερωμένη σου).
    εκφρ.
    по -ему – α) όπως εσύ, κατά το δικό σου τρόπο ή παράδειγμα, β) όπως θέλεις, κατά τη θέληση σου•
    пусть будет по -ему – ας γίνει όπως εσύ θέλεις, γ) κατά τη γνώμη σου• - дело είναι δική σου υπόθεση ή δουλειά•
    не - дело – δεν είναι δική σου δουλειά•
    - я берт – υπερτερείς, υπερέχεις, νικάς•
    что твойκ. παλ. на что твой όπως ο δικός σου.

    Большой русско-греческий словарь > твой

  • 53 точный

    επ. βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. ακριβής• σωστός•

    точный вес ακριβές ζύγισμα•

    -ое время ακριβής χρόνος ή ώρα•

    -ые весы ζυγαριά ακριβείας•

    -ые приборы ακριβή όργανα•

    -ая стрельба εύστοχη βολή.

    2. συγκεκριμένος•

    -ые инструкции ακριβείς οδηγίες•

    точный адрес ακριβής διεύθυνση.

    || τακτικός•

    точный человек τακτικός άνθρωπος.

    3. παλ. όμοιος, ίδιος.
    εκφρ.
    - ые науки – οι θετικές επιστήμες.

    Большой русско-греческий словарь > точный

  • 54 уродить

    урожу, уродишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. урожденный, βρ: -ден, -дена, -дено
    ρ.σ.μ.
    1. καρποφορώ• κάνω, δίνω σοδειά•

    земля уродитьла хороший урожай η γη έκανε καλή σοδειά.

    2. γεννώ, τίκτω.
    1. γίνομαι•

    -лось много хлеба πρόκοψαν τα σιτηρά.

    2. γεννιέμαι. || γεννιέμαι όμοιος προς, μοιάζω•

    уродить в отца μοιάζω τον πατέρα.

    Большой русско-греческий словарь > уродить

См. также в других словарях:

  • ὁμοῖος — ὅμοιος like masc nom sg (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμοιος — like masc nom sg (attic ionic) ὁμοῖος like masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όμοιος — α, ο (ΑΜ ὅμοιος, οία, ον, Α αττ. τ. ὁμοῑος, α, ον, επικ. τ. ὁμοίϊος, αιολ. τ. ὔμοιος, αρκαδικός τ. ὑμοῑος, α, ον) 1. αυτός τού οποίου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως είναι το σχήμα, οι διαστάσεις ή οι ιδιότητες, είναι σχεδόν ίδια με τα… …   Dictionary of Greek

  • όμοιος — α, ο επίρρ. α αυτός που έχει τα ίδια γνωρίσματα, τα ίδια χαρακτηριστικά, ο ίδιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁμοιότερον — ὅμοιος like adverbial comp (attic epic ionic) ὅμοιος like masc acc comp sg (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc comp sg (attic epic ionic) ὅμοιος like adverbial comp ὅμοιος like masc acc comp sg ὅμοιος like neut nom/voc/acc comp sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτάτων — ὅμοιος like fem gen superl pl (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/neut gen superl pl (attic epic ionic) ὅμοιος like fem gen superl pl ὅμοιος like masc/neut gen superl pl ὁμοῖος like fem gen superl pl ὁμοῖος like masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιοτέρων — ὅμοιος like fem gen comp pl (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/neut gen comp pl (attic epic ionic) ὅμοιος like fem gen comp pl ὅμοιος like masc/neut gen comp pl ὁμοῖος like fem gen comp pl ὁμοῖος like masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότατα — ὅμοιος like adverbial superl (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl pl (attic epic ionic) ὅμοιος like adverbial superl ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl pl ὁμοῖος like adverbial superl ὁμοῖος like neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοιότατον — ὅμοιος like masc acc superl sg (attic epic ionic) ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl sg (attic epic ionic) ὅμοιος like masc acc superl sg ὅμοιος like neut nom/voc/acc superl sg ὁμοῖος like masc acc superl sg ὁμοῖος like neut nom/voc/acc superl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίω — ὅμοιος like masc/neut nom/voc/acc dual (attic epic ionic) ὅμοιος like masc/neut gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ὅμοιος like masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὅμοιος like masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ὁμοῖος like masc/neut nom/voc/acc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοίως — ὅμοιος like adverbial (attic epic ionic) ὅμοιος like masc acc pl (attic epic doric ionic) ὅμοιος like adverbial ὅμοιος like masc/fem acc pl (doric) ὁμοῖος like adverbial ὁμοῖος like masc acc pl (doric) ὁμοιόω make like imperf ind act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»