Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

όμην

См. также в других словарях:

  • ὁμήν — ὁμός one and the same fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αόριστος — Χρόνος ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν. Είναι χρόνος στιγμιαίος, ενώ υπάρχει ενεργητικός, παθητικός και δεύτερος παθητικός. Λέγεται και αρχικός χρόνος, γιατί από το θέμα του σχηματίζονται οι στιγμιαίοι… …   Dictionary of Greek

  • εἰλυόμην — εἰλῡόμην , εἰλύω enfold imperf ind mp 1st sg εἰλῡόμην , εἰλύω enfold imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰρυόμην — ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg (epic ionic) εἰρῡόμην , ἐρύω drag imperf ind mid 1st sg (epic ionic) ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg ἐρύω drag imperf ind mp 1st sg (epic ionic) εἰρῡόμην , ἐρύω drag imperf ind mid 1st sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐθυόμην — ἐθῡόμην , θύω 1 offer by burning imperf ind mp 1st sg ἐθῡόμην , θύω 2 rage imperf ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὠρυόμην — ὠρῡόμην , ὠρύομαι howl imperf ind mp 1st sg ὠρῡόμην , ὠρύομαι howl imperf ind mp 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CHALCIS — I. CHALCIS Graece Χαλκὶς, nomen avis, ἀπὸ τῆς χάλκης; quibusdam noctua est, quae Graecis γλαῦξ. Item piscis, et serpentis, quibus similiter non tam a patria, quam a colore coeurleo, de quo diximus supra in voce Calcha, illud haesit. Et quidem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ομός — ὁμός, ή, όν (Α) 1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ ὀιζύν» περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.) 2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» γίνομαι κοινός, ενώνομαι β) «καθ ὁμά» ομοίως. επίρρ... ὁμῶς (Α) 1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως 2. σε ίσα μέρη.… …   Dictionary of Greek

  • πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα …   Dictionary of Greek

  • πείθω — Θεά των αρχαίων Ελλήνων. Αρχικά τη θεωρούσαν θεά του έρωτα και του γάμου και όχι προσωποποίηση της παντοδύναμης και πολύπλευρης δύναμης του λόγου. Λατρευόταν ως ιδιαίτερη θεά ή ως βοηθός άλλων θεοτήτων, όπως της Αφροδίτης, του Πόθου, του Ίμερου,… …   Dictionary of Greek

  • πτίλο — το / πτίλον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψίλον Α το πούπουλο (α. «πτίλα πτερά απαλά», Ησύχ. β. «πτίλον κύκνειον», Σοφ.) αρχ. 1. το χνούδι, τα πρώτα γένια στο πρόσωπο νεαρού ατόμου 2. τα φτερά τού λοφίου τής περικεφαλαίας 3. η φτερούγα τών εντόμων 4. πληθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»