Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

όλα+τα

  • 121 перегладить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переглаженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξανασιδερώνω.
    2. σιδερώνω ολα ή πολλά•

    перегладить всё бельё σιδερώνω όλα τα ρούχα.

    Большой русско-греческий словарь > перегладить

  • 122 перегрязнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегрязнённый, βρ: -знн, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    λερώνω (όλα ή πολλά)•

    перегрязнить все носовые платки λερώνω όλα τα μαντήλια της μύτης.

    λερώνομαι, καταλερώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > перегрязнить

  • 123 передохнуть

    -нет, παρλθ. χρ. передох
    -ла, -ло
    ρ.σ.
    ψοφώ (για όλα ή πολλά)•

    у нас все цыплята -ли μας ψόφησαν όλα τα πουλάκια.

    -ну, -ншь ρ.σ.
    1. αναστενάζω•

    она глубоко -ла αυτή βαθιά αναστέναζε.

    2. ξανασαίνω, παίρνω μια ανάσα, ξεκουράζομαι λιγάκι.

    Большой русско-греческий словарь > передохнуть

  • 124 пережечь

    -жгу, -жжшь, -жгут, παρλθ. χρ. пережг
    -жгла, -жгло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пережженный, βρ: -жжн, -жжена, -жжено,
    ρ.σ.μ.
    1. παρακαίω υπερθερμαίνω•

    пережечь кофе παραψήνω τον καφέ.

    || καταστρέφω, αχρηστεύω•

    электрическую лампу καίω την ηλεκτρική λάμπα•

    пережечь предохранитель καίω την (ηλεκτρική) ασφάλεια.

    2. καίω (όλα, πολλά)•

    пережечь все дрова καίω όλα τα καυσόξυλα.

    3. (για καύσιμα, ηλεκτρική ενέργεια) παρακαίω, καίω περισσότερο του κανονικού.
    4. κόβω με τή φωτιά•

    вервку καίω την τριχιά για να την κόψω.

    5. μετατρέπω με τη φωτιά•

    пережечь дрова в угол κάνω τα καυσόξυλα κάρβουνα.

    Большой русско-греческий словарь > пережечь

  • 125 перезабыть

    -буду, -будешь
    ρ.σ.μ. ξεχνώ, λησμονώ (όλους, πολλούς, τα πάντα)•

    я всё -ыл όλα τα ξέχασα.

    ξεχνιέμαι, λησμονιέμαι•

    всё -лось όλα ξεχάστηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > перезабыть

  • 126 переколотить

    -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переколоченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. μετακαρφώνω καρφώνω αλλιώς ή αλλού.
    2. σπάζω, θραύω (όλα, πολλά)•

    переколотить все стёкла σπάζω όλα τα γυαλιά.

    3. (απλ.) ξυλοκοπώ (όλους, πολλούς).
    θραύομαι, σπάζω•

    много посуды -лось πολλά πιατικά έσπασαν.

    Большой русско-греческий словарь > переколотить

  • 127 переколоть

    -колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переколотый, βρ: -лот, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καρφιτσώνω αλλιώς ή αλλού.
    2. κατατρυπώ•

    переколоть пальцы иголкой κατατρυπώ τα δάχτυλα με το βελόνι.

    3. τρυπώ, σουβλίζω, θανατώνω, σκοτώνω, φονεύω.
    κατατρυπιέμαι•

    переколоть о колючую проволку κατατρυπιέμαι στο αγκαθωτό σύρμα.

    ρ.σ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. пе-реколбть1)• σπάζω, θραύω (όλα, πολλά)•

    переколоть все орехи σπάζω όλα τα καρύδια.

    Большой русско-греческий словарь > переколоть

  • 128 перекоптить

    -пчу, -птишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекопчённый, βρ: -чен, -чена, -чено ρ.σ.μ.
    1. ξανακαπνίζω.
    2. παρακαπνίζω (κρέας, ψάρια κ.τ.τ.).
    3. καπνίζω, κάνω καπνιστό (όλα, πολλά)•

    перекоптить всю рыбу κάνω καπνιστά όλα τα ψάρια.

    παρακαπν ίζομαι, γίνομαι πολύ καπνιστός.

    Большой русско-греческий словарь > перекоптить

См. также в других словарях:

  • όλα — ὄλα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐντὸς τῆς σηπίας στρογγύλα» …   Dictionary of Greek

  • ὅλα — ὅλοξ neut nom/voc/acc pl ὅλᾱ , ὅλοξ fem nom/voc/acc dual ὅλᾱ , ὅλοξ fem nom/voc sg (doric aeolic) ὅλος whole neut nom/voc/acc pl ὅλᾱ , ὅλος whole fem nom/voc/acc dual ὅλᾱ , ὅλος whole fem nom/voc sg (doric aeolic) ὅλᾱ , ὁλάω pres imperat act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλᾳ — ὅλαι , ὅλοξ fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλοξ fem dat sg (doric aeolic) ὅλαι , ὅλος whole fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλος whole fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλας — ὅλᾱς , ὅλοξ fem acc pl ὅλᾱς , ὅλοξ fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὅλος whole fem acc pl ὅλᾱς , ὅλος whole fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὁλάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .ολᾶι — ὁλᾷ , ὁλάω pres subj mp 2nd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind mp 2nd sg (epic) ὁλᾷ , ὁλάω pres subj act 3rd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλαν — ὅλᾱν , ὅλοξ fem acc sg (doric aeolic) ὅλᾱν , ὅλος whole fem acc sg (doric aeolic) ὅλᾱν , ὁλάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὅλᾱν , ὁλάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλάς — ὀλά̱ς , ὀλή fem acc pl ὀλά̱ς , οὐλαί barley corns fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»