Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

όλα+τα

  • 101 душа

    -и, αιτ. душу, πλθ. души θ.
    1. ψυχή•

    в глубине -и στα μύχια της ψυχής•

    -ой и телом ψυχή τε και σώματι•

    от всей -и μ' όλη μου την καρδιά, ολόψυχα•

    благородство -и ευγενικότητα της ψυχής•

    любить всей -ой αγαπώ ολόψυχα•

    -и усопших οι ψυχές των πεθαμένων•

    человек доброй -и άνθρωπος καλόψυχος.

    2. άνθρωπος, κάτοικος, άτομο•

    на улице ни -и στο δρόμο δεν είναι ούτε ψυχή•

    ни одна душа ничего не знает κανένας απόλυτα δεν ξέρει•

    сколько с -и? πόσο κατ'άτομο;•

    на -у населения ατο άτομο, κατ' άτομο.

    3. δουλοπάροικος•

    он был обладателем двести душ αυτός ήταν κάτοχος διακοσίων δουλοπάροικων.

    4. το βασικό, το κύριο, η ουσία. || καθοδηγητής, εμψυχωτής.
    εκφρ.
    бумажная душа – γραφειοκράτης, γραφιάς•
    заячья душа – δειλός)κιοτής (σαν το λαγό)•
    чернильная душа – καλαμαράς, γραφειοκράτης•
    без -иπαλ. α) άψυχος (από ζωηρό αίσθημα ή φόβο), β) χωρίς ενθουσιασμό, ψόφιος•
    в - – α) μέσα, εσωτερικά, β) έμφυτα, απο, τη φύση•
    по - – του γούστου, της αρέσκειας•
    по -ам ή по - – φιλικά, ειλικρινά (жить) душа в -у ζω αρμονικά•
    душа нараспашку – ανοιχτόκαρδα•
    душа не лежит. – αισθάνομαι, αντιπάθεια•
    душа не на месте – σπάραζε η καρδιά•
    душа не принимает – αντιπαθώ, δε χωνεύω•
    душа ушла (уходит) в пятку – μου πήγε (πηγαίνει) η ψυχή στην κούλουρη (καταφοβήθηκα)•
    вдохнуть -у – εμψυχώνω, αναζωογονώ, τονώνω, ενθαρρύνω•
    излить -у – ανοίγω την καρδιά (εκμυστηρεύομαι όλα)•
    вложить -у – επιδίδομαι ολόψυχα•
    отвести -у – ξαλαφρώνω, ξεσκάζω• ικανοποιώ μεγάλη μου επιθυμία•
    отдать Богу -у – παραδίδω το πνεύμα (πεθαίνω)•
    душа моя – ψυχή μου (συμπάθεια μου)•
    отпустить -у на покаяние – αφήνω ήσυχο•
    положить -у за кого-чего – θυσιάζω τη ζωή μου για κάποιον, για κάτι•
    положить -у на что – βάζω όλα τα δυνατά μου σε κάτι•
    не чаять -и – υπεραγαπώ, λατρεύω•
    кривить -ой – γίνομαι ανειλικρινής• υποκρίνομαι•
    ни -ой ни телом – καθόλου•
    это мне по - – αυτό πολύ μου αρέσει,• влезть ή залезть в -у кому αποκτώ την εμπιστοσύνη κάποιου•
    заглянуть в -у кому – ψυχολογώ καλά κάποιον•
    мне не по - – δε μου αρέσει, δεν είναι της καρδιάς μου•
    хватать за -у – ταράσσω, συγκινώ την ψυχή•
    взять ή принятьκ.τ.τ. что на -у ή на свой -у αναλαβαίνω την ευθύνη για κάποιον•
    стоить ή торчать над чьей -ой – κάθομαι πάνω στο κεφάλι. (γίνομαι ενοχλητικός)•
    петь -ой, – τραγουδώ συναισθηματικά•
    в чем душа (только) держится – άψυχος, ψόφιος, μόνο που δεν του βγήκε ακόμα η ψυχή•
    за милую -у – μ' όλες τις ανέσεις•
    за -ой (у кого) есть ή имеется – έχει κάτι (να περάσει, να ζήσει)•
    за -ой (у кого) нет чего – δεν έχει τίποτε (να περάσει, να ζήσει)•
    за -у берёт что-н. – ανησυχώ, φοβούμαι•
    на - кошки сгребут – έχει σαράκι στην καρδιά• ή τον τρώει το σαράκι•
    сколько -е угодно – όσο θέλει η ψυχή σου.

    Большой русско-греческий словарь > душа

  • 102 издержать

    -ержу, -ржшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. издержанный, βρ: -жан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω•

    издержать все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα.

    ξοδεύομαι., καταναλώνομαι, δαπανώμαι•

    все деньги -лись όλα τα χρήματα ξοδεύτηκαν•

    он совсем -лся αυτός καταξοδεύτηκε (ξεπαραδιάστηκε),

    Большой русско-греческий словарь > издержать

  • 103 карта

    θ.
    1. χάρτης•

    географическая γεωγραφικός χάρτης•

    этнографическая карта εθνογραφικός χάρτης•

    политическая карта мира παγκόσμιος πολιτικός χάρτης•

    карта земных полушарий χάρτης των δύο ημισφαιρίων•

    морская карта ναυτικός χάρτης.

    2. παλ. κατάλογος φαγητών.
    3. παλ. καρτ-ποστάλ.
    4. χαρτί, παιγνιόχαρτο, τραπουλόχαρτο•

    сдавать -ы μοιράζω (κάνω) χαρτιά•

    играть в карты παίζω χαρτιά•

    простая карта απλό χαρτί (όχι φιγούρα)•

    гадать по –ам Χαρτοσκοπώ, ρίχνω τα χαρτιά•

    ему везёт в -ы είναι τυχερός στα χαρτιά.

    εκφρ.
    последняя – το τελευταίο χαρτί (τελευταία προσπάθεια ή δυνατότητα)•
    карта бита ή убита – χρεοκόπησε, απότυχε οικτρά (σχέδιο, σκοπός κ.τ.τ.)• раскрыть ή открыть -ы παίζω με ανοιχτά χαρτιά (δεν κρύβω τίποτε)•
    смешать ή спутать чьи -ы – χαλνώ τα σχέδια κάποιου•
    ставить жизнь на -у – παίζω τη ζωή κορόνα-γράμματα•
    он всё поставил на -у – αυτός τά παίξε όλα για όλα•
    стоять на -е – υπόκειμαι σε μεγάλο κίνδυνο.

    Большой русско-греческий словарь > карта

  • 104 квит

    α. (οικον.)
    1. παλ. απόδειξη, υπογραφή, εξδφλιση χρέους.
    2. ως κατηγ. είμαστε ισοφαρισμένοι, πάτσι•

    я с тобой квит ξόφλησα με σένα•

    мы с тобой квит είμαστε πάτσι.

    3. (παλ,) ως κατηγ. τέλειωσε, τέλος.
    εκφρ.
    играть на квит – τα παίζω όλα για όλα•
    квит да квит – πλήρης εξδφλιση, μέχρι και το λεπτό.

    Большой русско-греческий словарь > квит

  • 105 конец

    -нца α.
    1. τέλος, τέρμα, πέρας•

    месяца, года τέλος του μήνα, του χρόνου•

    -песни τέλος του τραγουδιού•

    без -нца χωρίς τέλος, ατέρμονάς•

    при - жизни προς το τέλος της ζωής•

    доводить до -а φέρω σε πέρας•

    от начала до -а από την αρχή ως το τέλος•

    -нашему разговору τέρμα στην κουβέντα μας.

    2. άκρη, άκρον, εσχατιά αμήν•

    пилка заострнная с обоих -ов πάσσαλος αιχμηρός από τις δυο άκρες.

    3. θάνατος•

    тут ему и конец пришёл εδώ του ήρθε και το τέλος.

    4. δρόμος, αλλέ-ρετούρ.
    5. (ναυτ.) καραβόσχοινο, παλαμάρι.
    6. κομμάτι υφάσματος ή τριχιάς.
    εκφρ.
    до -а – ως το τέλος•
    под -ом – προς το τέλος•
    из -а в конец – από μια άκρη στην άλλη•
    во все -ы – παντού, σ όλα τα πέρατα•
    в оба - – έ. προς τα εκεί και προς τα εδώ, αλλέ-ρετούρ•
    на худой конец – στην πιο χειρότερη περίπτωση•
    со всех -ов – από παντού, απ όλα τα πέρατα•
    в -е -ов – στο τέλος της γραφής, στο κάτω-κάτω, επιτέλους•
    нет -а – δεν υπάρχει τέλος•
    -а-краю (края) нет чему ή ни -а, ни краю (края) нет – ατέλειωτος (για τόπο, χρόνο)•
    - ы в воду – εξαφανίστηκαν τα ίχνη•
    - ов не найти – δε βρίσκεις τέλος•
    пилка о двух -ах – δίκοπο μαχαίρι, είναι αμφίβολο το τέλος (καλό ή άσχημο)•
    положить конец – βάζω τέρμα (σταματώ)•
    сводить (свести) -ы с -ими – συνταιριάζω, κάνω να συμφω-νίσουν•
    едва (ή еле, кое-как) сводить -ы с -ими – μόλις κατορθώνω και τα βγάζω πέρα ή τα βολεύω•
    хоронить (прятать) -ы – (απλ.) εξαφανίζω τα ίχνη (μαρτυρίες) εγκλήματος•
    и дело с -ом – και τελειώνομε, ξεμπερδεύομε.

    Большой русско-греческий словарь > конец

  • 106 конченный

    παθ. μτχ. παρλθ. χρ., βρ: -чен, -а, -о.
    кончено απρόσ. με σημ. κατηγ. τέλειωσε (για ζωή, υπόθεση, γεγονός).
    кончено απρόσ. φτάνει, αρκετά.
    εκφρ.
    всё кончено – όλα τέλειωσαν όλα χάθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > конченный

  • 107 кругом

    επίρ.
    1. γύρω, ολόγυρα, τριγύρω, ολοτρόγυρα.
    2. ολοκληρωτικά, όλως• παντού•

    вы кругом виноваты για όλα φταίτε εσείς•

    кругом в долгих παντού (σ όλους) χρεώστης•

    я кругом прав έχω σ όλα δίκαιο•

    кругом обманут όλοι με απατούν.

    3. πρόθ. περί, πέριξ, γύρω, ολόγυρα.- дома γύρω από το σπίτι.
    εκφρ.
    -! – μεταβολή! (παράγγελμα)•
    повернуться кругом – κάνω μεταβολή•
    налево -! – κλίνατ επ αριστερά! (παράγγελμα).

    Большой русско-греческий словарь > кругом

  • 108 куда

    επίρ.
    1. ερωτ. που; προς τα που; για που;•

    куда вы идёте? που πηγαίνετε;•

    куда ты спешишь? για που βιάζεσαι;

    2. ερωτ. γιατί; προς τι; για ποιο σκοπό;•

    куда вам столько денег? τι θα τα κάνεις τόσα λεπτά;

    3. αναφ. όπου•

    куда назначат, туда и поеду όπου με διορίσουν, εκεί και θα πάω•

    куда ни... όπου και να... куда ни спрятался... όπου και να κρύφτηκε... куда бы ни было όπου και να ήτανε.

    4. (με συγκρ. β. επιθέτων και επιρρημάτων) σημαντικά, ασύγκριτα, πολύ•

    куда лучше πολύ καλύτερα (που ή πόσο καλύτερα).

    5. πολύ, κατά πολύ. || αλλού•

    куда можно куда нельзя αλλού επιτρέπεται, αλλού δεν επιτρέπεται.

    || (αντίρρηση ή αδύνατο)•

    везде грязь куда тут работать! παντού βρωμιά, πού να δουλέψεις εδώ!

    εκφρ.
    куда Макар телят не гонял – πολύ μακριά, στου διαβόλου τη μάνα•
    хоть куда – (απλ.) λαμπρός, άριστος, άψογος, έχει όλα τα χαρίσματα ή όλα τα καλά.

    Большой русско-греческий словарь > куда

  • 109 мочь

    могу, можешь, могут, παρλθ. χρ. мог, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. могущий
    ρ.δ.
    1. μπορώ, δύναμαι•

    не -у спать δε μπορώ να κοιμηθώ•

    не -у понять δε μπορώ να καταλάβω•

    он всё -жет αυτός όλα μπορεί να τα κάμει•

    не -у вам помочь δε μπορώ να σας βοηθήσω•

    терпеть его не -у δε μπορώ να τον υποφέρω.

    2. может επίρ. δυνατόν, ίσως, μπορεί•

    на вид -жет, крепкий, но... στην όψη, μπορεί να φαίνεται γερός, όμως...

    εκφρ.
    -жет быть ή быть -жет – μπορεί, είναι δυνατόν, ίσως, πιθανόν, ενδεχομένως•
    не -жет быть! – είναι αδύνατον! δεν είναι δυνατόν! αποκλείεται!•
    не моги – (απλ.) μη τολμάς•
    как живёте-можете? – πως ζήτε, πως περνάτε;
    θ. (απλ.) δύναμη•

    кричать во всю мочь φωνάζω μ όλη τη δύναμη•

    бежать изо всей -и τρέχω μ όλα τα δυνατά•

    что есть -и μ όση δύναμη έχω•

    - и нет ή не стало δεν έχω πιά άλλη δύναμη, δεν αντέχω πιά.

    Большой русско-греческий словарь > мочь

  • 110 мошна

    -ы, γεν. πλθ. -дюн, δοτ. -шнам θ.
    1. παλ. χρηματοσακκούλα, πουγγί.
    2. μτφ. μα-μωνάς πλούτος, χρήμα.
    εκφρ.
    тугая (толстая, большая) мошна – μεγάλος πλούτος, θησαυρός, μαμωνάς•
    тряхнуть -ой – τινάζω το πουγγί (τα δίνω όλα για όλα για κάτι), ξετινάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > мошна

  • 111 наудалую

    επίρ.
    1. στα όλα, ριψοκίνδυνα, ό,τι βγάλ η άκρη, ή τιμάρι ή τομάρι•

    ринуться -ρίχνομαι στα όλα.

    2. βλ. наудачу.

    Большой русско-греческий словарь > наудалую

  • 112 обобрать

    оберу, обершь, παρλθ. обобрал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обобранный, βρ: -ран, -а, -о κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) μαζεύω, περισυλλέγω εντελώς•

    обобрать огурцы.с грядки μαζεύω όλα τα αγγουράκια από τη βραγιά•

    обобрать посуду со стола μαζεύω (παίρνω) όλα τα πιατικά από το τραπέζι.

    2. ξετινάζω, απογυμνώνω, κατατρώγω (τα χρήματα, την περιουσία κλπ. κάποιου).
    (μόνο με το αρνητικό μόριο не)• не обобрать α) δε γλυτώνω, δεν ξεφεύγω, β) δε μετριέται (λόγω πληθώρας).

    Большой русско-греческий словарь > обобрать

  • 113 обойти

    обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдя
    ρ.σ.μ.
    1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•

    обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.

    || (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.
    2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.
    3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•

    новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.

    4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•

    он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.

    5. (εξ)απατώ•

    его обошли τον αξαπάτησαν.

    1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•

    обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.

    2. κοστίζω, στοιχίζω•

    обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.

    3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•

    трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.

    || τα καταφέρνω•

    без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.

    || αρκούμαι, περνώ, πορεύω.
    4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•

    без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.

    5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•

    всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.

    6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.
    7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > обойти

  • 114 обшить

    обошью, обошьшь, προστκ. обшей; ρ.σ.μ.
    1. (με οργν.) περιρράβω• στριφώνω. || καλύπτω, ντύνω.
    2. καρφώνω•

    обшить досками σανιδώνω•

    обшить железом καπλαντίζω.

    3. ντύνω, ράβω για όλους ή για πολλούς•

    мать -ла детей η μάνα έρραψε για όλα τα παιδιά ή έντυσε όλα τα παιδιά.

    εξασφαλίζω τον εαυτό μου από ρούχα.

    Большой русско-греческий словарь > обшить

  • 115 особенно

    επίρ.
    1. ιδιαίτερα, κατ εξοχήν, εξαιρετικά•

    он вас особенно почитает αυτός εσάς ιδιαίτερα σέβεται.

    || (ξε)χωριστά•

    жить особенно ζω ιδιαίτερα.

    2. πριν απ όλα, προ παντός•

    сделайте то и то, но особенно не забудьте... θα κάνετε αυτό και αυτό, όμως, πριν απ όλα, μην ξεχάσετε...

    εκφρ.
    не особенно – όχι πολύ, όχι εξαιρετικά, όχι ιδιαίτερα.

    Большой русско-греческий словарь > особенно

  • 116 остановить

    -овлю, -овишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. остановленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σταματώ•

    остановить лошадь σταματώ το άλογο•

    остановить прохожего σταματώ το διαβάτη•

    остановить машину σταματώ τη μηχανή.

    2. διακόπτω•

    остановить игру σταματώ το παιγνίδι•

    -ви его, он стал говорить глупо сти σταμάτησε τον, άρχισε να λέει ανοησίες.

    || αναβάλλω, διακόπτω προσωρινά•

    остановить работы σταματώ τις εργασίες.

    3. (για βλέμμα, προσοχή, σκέψη κ.τ.τ.) συγκεντρώνω; ρίχνω καρφώνω, καθηλώνω•

    остановить свой выбор διαλέγω εκείνο που μου αρέσει.

    || συγκρατώ, αναχαιτίζω, ανακόπτω.
    1. σταματώ•

    часы -лись το ρο-λόγι σταμάτησε.

    || καταλύω•

    он -лся в гостинице αυτός κατέλυσε στο ξενοδοχείο.

    2. διακόπτομαι•

    работа -лась η δουλειά σταμάτησε.

    3. κρατιέμαι, συγκρατιέμαι.
    4. (για βλέμμα, προσοχή κ.τ.τ.) συγκεντρώνομαι, καρφώνομαι, προσηλώνομαι. || (για εκλογή) μου κάθεται στο μάτι, μου γουστάρει πολύ.
    εκφρ.
    ни перед чем не остановить – δε σταματώ μπροστά σε τίποτε τα παίζω όλα για όλα, είμαι αδίστακτος.

    Большой русско-греческий словарь > остановить

  • 117 первый

    (τακτικό αριθμητικό)• πρώτος -Οβ•

    впечатление η πρώτη εντύπωση•

    первый курс πρώτο έτος φοίτησης•

    -ое апреля η πρωταπριλιά•

    -ые годы жизни τα πρώτα χρόνια της ζωής•

    при -ом случае με την πρώτη ευκαιρία•

    -ые цветы τα πρώτα λουλούδια (πρωτολούλουδα)•

    -ые плоды οι πρώτοι καρποί, τα πρωιμάδια, οι πρωιμιές, τα πρωτολούβια•

    -ая любовь η πρώτη αγάπη•

    первый поцелуй το πρώτο φιλί•

    первый ученик в классе ο πρώτος μαθητής στην τάξη•

    играть -ую роль παίζω τον πρώτο (κύριο) ρόλο• πρωταγωνιστώ•

    предметы -ой необходимости αντικείμενα (είδη) πρώτης ανάγκης•

    первый сорт πρώτη ποιότητα•

    первый голос (μουσ.) πρώτη φωνή.

    || ως ουσ. ουδ. -ое το πρώτο φαγητό (σούπα, βραστό). || (παρενθετικό)•

    -ое πρώτο, κατά πρώτο.

    εκφρ.
    - ое дело – α) πριν απ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστα, στην πρώτη γραμμή. β) το πιο καλύτερο, το καλύτερο απ όλα, το πρώτιστο, το υπέροχο, το εξαιρετικό•
    - ая помощь – η πρώτη (υγειονομική) βοήθεια•
    из -ых рук – από πρώτο χέρι, από την πηγή•
    не -ой молодости – όχι και νέος (λίγο μεγάλος, πιανούμενος)•
    не -ое число – (απλ.) θα έχεις κακές (δυσάρεστες) συνέπειες, θα σε τσούξει•
    первый среди равных – εξέχων, επιφανής.

    Большой русско-греческий словарь > первый

  • 118 перебить

    -бью, -бьшь, προστκ. перебей ρ, σ.μ.
    1. σκοτώνω όλους ή πολλούς.
    2. θραύω, σπάζω όλα ή πολλά.
    3. χωρίζω στα δυό συντρίβω με χτύπημα ή βολή. || θραύω, σπάζω•

    -ногу σπάζω το πόδι.

    4. διακόπτω•

    перебить собеседника διακόπτω το συνομιλητή.

    || κόβω, χαλνώ•

    перебить аппетита κόβω την όρεξη.

    5. περιαδράχνω• προλαβαίνω.
    6. ξεπερνώ, υπερνικώ καλύπτω, σκεπάζω.
    7. καρφώνω αλλού, σε άλλο μέρος•

    перебить гвоздь καρφώνω το καρφί αλλού.

    8. χτυπώ, τινάζω φουσκώνω (για πούπουλα, μαλλιά).
    9. επενδύω, ντύνω• καλύπτω εκ νέου.
    εκφρ.
    перебить ценуπαλ. χτυπώ την τιμή (πουλώ σε χαμηλότερη τιμή).
    1. θραύομαι, σπάζω•

    вся посуда -лась όλα τα πιατικά έσπασαν.

    2. τα βγάζω πέρα με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перебить

  • 119 перебросать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перебросанный, βρ: -сан, -а, -о
    ρίχνω όλα ή πολλά•

    перебросать все дрова в сарай ρίχνω όλα τα ξύλα στην αποθήκη.

    Большой русско-греческий словарь > перебросать

  • 120 перевешать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перевешанный, βρ: -шан, -а, -о.
    1. κρεμώ, αναρτώ (όλα ή πολλά)•

    перевешать всё бельё κρεμώ όλα τα ρούχα.

    2. απαγχον ίζω (όλους ή πολλούς),
    3. ζυγίζω (όλο ή πολύ).
    4. ξαναζυγίζω.

    Большой русско-греческий словарь > перевешать

См. также в других словарях:

  • όλα — ὄλα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ ἐντὸς τῆς σηπίας στρογγύλα» …   Dictionary of Greek

  • ὅλα — ὅλοξ neut nom/voc/acc pl ὅλᾱ , ὅλοξ fem nom/voc/acc dual ὅλᾱ , ὅλοξ fem nom/voc sg (doric aeolic) ὅλος whole neut nom/voc/acc pl ὅλᾱ , ὅλος whole fem nom/voc/acc dual ὅλᾱ , ὅλος whole fem nom/voc sg (doric aeolic) ὅλᾱ , ὁλάω pres imperat act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλᾳ — ὅλαι , ὅλοξ fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλοξ fem dat sg (doric aeolic) ὅλαι , ὅλος whole fem nom/voc pl ὅλᾱͅ , ὅλος whole fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλας — ὅλᾱς , ὅλοξ fem acc pl ὅλᾱς , ὅλοξ fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὅλος whole fem acc pl ὅλᾱς , ὅλος whole fem gen sg (doric aeolic) ὅλᾱς , ὁλάω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .ολᾶι — ὁλᾷ , ὁλάω pres subj mp 2nd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind mp 2nd sg (epic) ὁλᾷ , ὁλάω pres subj act 3rd sg ὁλᾷ , ὁλάω pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅλαν — ὅλᾱν , ὅλοξ fem acc sg (doric aeolic) ὅλᾱν , ὅλος whole fem acc sg (doric aeolic) ὅλᾱν , ὁλάω imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὅλᾱν , ὁλάω imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλάς — ὀλά̱ς , ὀλή fem acc pl ὀλά̱ς , οὐλαί barley corns fem acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δηλητηριώδη φυτά — Όλα τα φυτά που περιέχουν ουσίες (κυρίως αλκαλοειδείς και γλυκοσίδια) βλαβερές για τον άνθρωπο και τα ζώα. Οι ουσίες αυτές αποτελούν βασικά δηλητήρια και η εμπειρική και ανεξέλεγκτη χρήση τους μπορεί να προκαλέσει δηλητηριάσεις, λιγότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»