-
41 ἔρως
ἔρως (ἔρως, -ωτος, -ωτι; -ωτες, -ώτων.)a passion, love (v. von der Mühll, M. H., 1964, 169.)ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι. οἷοι καὶ Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον ποιμένες ἀμφεπόλησαν Κυπρίας δώρων N. 8.5
ἔρως γὰρ ἔχεν (sc. αὐτούς) I. 8.29 ]τ' ἔρωτος ἀνταμοιβὰν ἐδάσσατο[ Δ... ματέῤ ἐρώτων οὐρανίαν Ἀφροδίταν fr. 122. 4. χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1. εἴη καὶ ἐρᾶν καὶ ἔρωτι χαρίζεσθαι κατὰ καιρόν fr. 127. 1. χάριτάς τ' Αφροδισίων ἐρώτων fr. 128. 1.b desire, longing καὶ γὰρ ἑτέροις ἑτέρων ἔρωτες ἔκνιξαν φρένας (A. W. Mair: ἔρως ἔκνιξε codd.: ἔρως ὑπέκνιξε Boeckh) P. 10.60οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι N. 11.48
-
42 αἰθαλωτός
A burnt to ashes, Lyc.338.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθαλωτός
-
43 αἰολόχρως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰολόχρως
-
44 αἰσχρόγελως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσχρόγελως
-
45 αἰχμάλωτος
αἰχμᾰλ-ωτος, ον,A taken by the spear, captive, prisoner, Pi.Fr. 223, Hdt.6.79, 134; freq. of women, A.Ag. 1440, S.Tr. 417:— αἰχμάλωτοι prisoners of war, And.4.22, Th.3.70; αἰ. λαμβάνειν, ἄγειν take prisoner, X.Cyr.3.1.37, 4.4.1; αἰ. γίγνεσθαι to be taken, ib.3.1.7; of things,αἰ. χρήματα A.Eu. 400
, cf. Ag. 334, D.19.139;νῆες X.HG 2.3.8
, IG2.789; τὰ αἰ. booty, X.HG4.1.26, An.4.1.13; αἰχμάλωτον, τό, = ἀνδράποδον, D.S.13.57.II = αἰχμαλωτικός, δουλοσύνη αἰ. such as awaits a captive, Hdt.9.76; (lyr.);τύχη D.S.27.6
, Lib.Or.59.157.III αἰχμάλωτος, ὁ, name of plasters, Aët. 15.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰχμάλωτος
-
46 αὐτόφως
A very light,ὁ ἥλιος αὐ. ἐστὶ καὶ πηγὴ φωτός Herm.in Phdr.p.118A.
, cf. Dam. Pr.29, Aen.Gaz.Thphr.p.52B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόφως
-
47 βαλανωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαλανωτός
-
48 βιβρώσκω
A· βρώσομαι Philostr.VA3.40
: [tense] aor. ἔβρωσα ([etym.] ἀν-) Nic.Th. 134; inf. βρῶξαι ([etym.] κατα-) Epic. in Arch.Pap.7.5: [dialect] Ep. [tense] aor. 2ἔβρων Call.Jov.49
, ([etym.] κατ-) h.Ap. 127 : [tense] pf.βέβρωκα Il.22.94
, Eup.68; sync. part. βεβρώς, ῶτος, S.Ant. 1022; opt. βεβρώθοις, as iffrom [tense] pf. βέβρωθα, Il.4.35:—[voice] Pass., [tense] pres., Hp.Aff.4:[tense] fut.βρωθήσομαι Lyc.1421
, S.E.P.3.227;βεβρώσομαι Od.2.203
: aorἐβρώθην Hp.Acut.37
, etc., ([etym.] κατ-) Hdt.3.16: [tense] pf. (lyr.), ([etym.] δια-) Pl. Ti. 83a, ([etym.] κατα-) SIG2587.310: [tense] plpf.ἐβέβρωτο Hp.Epid.4.19
. —In [dialect] Ion. Prose and LXX βέβρωκα ἐβρώθην βέβρωμαι take the place of [dialect] Att. ἐδήδοκα ἠδέσθην ἐδήδεσμαι:—eat, eat up,βεβρωκὼς κακὰ φάρμακ' Il.22.94
, etc.; οὐδὲν βεβρ. Eup.68: c. gen., eat of a thing, [λέων] βεβρωκὼς βοός Od.22.403
;τῶν μελῶν βεβρωκότες Ar.V. 463
;κρειῶν τε καὶ αἵματος Theoc.25.224
: abs., βεβρωκώς, opp. πεινῶν, Arist.HA 629b9;β. καὶ πεπωκώς Id.Fr. 232
, cf. Plb.3.72.6, Ev.Jo.6.13:—[voice] Pass., to be eaten, Hp.Acut.37; of teeth, decay, Id.Epid.4.19; χρήματα δ' αὖτε κακῶς βεβρώοεται will be devoured, Od.2.203; βεβρωμένοι ἄρτοι mouldy bread, LXX Jo.9.12; ῥίζα βεβρ. worm-eaten, Dsc.3.9; to be bitten,ὑπὸ τῶν κροκοδείλων Gal.14.246
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βιβρώσκω
-
49 βιωτός
-
50 βραχύωτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βραχύωτος
-
51 γαλακτόχρως
A milk-coloured, Philyll.4, Nausicr.2: neut. pl.,γαλακτόχροα Dsc.3.47
: nom. pl. γαλακτόχροες in Opp.C.3.478 is f.l. for γαλακόχροες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλακτόχρως
-
52 γανωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γανωτός
-
53 γιγγλυμωτός
γιγγλῠμ-ωτός, όν,II γ. φίλημα, = γίγγλυμος 5, Telecl.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγλυμωτός
-
54 γλυκερόχρως
A with sweet skin, AP7.207 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλυκερόχρως
-
55 γομφωτός
A fastened with bolts: πλοῖα γ. ships slightly put together, so that they could be taken to pieces, Str.16.1.11, cf. Aristeas71.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γομφωτός
-
56 γυψωτός
A plastered, Hsch. s.v. τιτανωτή.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυψωτός
-
57 γωνιωτός
A angular, Paul.Aeg.6.88.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γωνιωτός
-
58 δαμασίφως
A = δαμασίμβροτος, ὕπνος Simon.232; of Ares, prob. in Tim.Pers.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαμασίφως
-
59 δαφνωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαφνωτός
-
60 δηλωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηλωτός
См. также в других словарях:
Ὦτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek