-
121 εὔ-κερως
-
122 εἵλως
εἵλως, ωτος, ὁ, der Helot, s. nom. pr.
-
123 δυς-ίδρως
-
124 δύς-χρως
-
125 δύς-ερως
δύς-ερως, ωτος (att. δύςερω nach B. A. 1197), nach Suid. ὁ σφόδρα κακῶς ἐρῶν ἢ ὁ ἐπὶ κακῷ ἐρῶν; 1) perdite, misere amans, heftig, mit verzehrender Leidenschaft begehrend, liebend; τῶν ἀπόντων Thuc. 6, 13; τῶν ἀφροδισίων Xen. Oec. 12, 13; Lys. 4, 8; Luc. Tim. 26. In Anth. bes. von Knabenliebe; Mel. 18. 72 (XII, 81. 137); Strat. 11 (XII, 15); Πάν Ep. ad. 258 (IX, 825). – 2) unglücklich liebend; Eur. Hipp. 193; Ἔρως δ. Plut. Pericl. 20. – 3) nicht zärtlich, sich nicht leicht verliebend, Theocr. 6, 7.
-
126 νεο-βρώς
-
127 μελανό-χρως
-
128 μελάγ-χρως
μελάγ-χρως, ωτος, = Vorigem; Εὐμενίδες, Eur. Or. 321; Plat. Phaedr. 253 e; Arist. H. A. 9, 41.
См. также в других словарях:
Ὦτος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωτός — (I) ΝΜΑ κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας, που παράγονται από ουσιαστικά (πρβλ. αγκαθ ωτός, δαντελ ωτός, δικτυ ωτός, διχαλ ωτός, κλαδ ωτός, κροκ ωτός, οδοντ ωτός κ.ά.) (II) Ν κατάληξη επιθέτων τής Νέας Ελληνικής που… … Dictionary of Greek
ώτος — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ο / ὦτος, ΝΑ, και ὠτός Α νεοελλ. ζωολ. γένος γλαυκόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκει μεταξύ άλλων και ο κν. γνωστός γκιόνης αρχ. 1. το πουλί μπούφος («ὁ δ ὦτος,… … Dictionary of Greek
ωτός — Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, γιος του Ποσειδώνα και της Ιφιμέδειας. * * * ὁ, Α βλ. ώτος … Dictionary of Greek
ὠτός — οὖς Cultes Egyptiens neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὦτος — ἆ̱τος , ἄατος insatiate masc/fem nom sg ἄτος , ἆτος insatiate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελ(λ)ωτός — ή, ό, Ν [σελ(λ)ώνω] (για άλογο) αυτός στον οποίο έχει προσδεθεί σέλα («το σελλωτό σπαθάτο τής Αραπιάς... φρουμάζει», Μαλακ.) … Dictionary of Greek
σκιρ(ρ)ωτός — ή, ό, Ν βλ. σκυρωτός … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek
ποικιλόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α ποικιλόχρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + χρως (< χρως, ωτός «χρώμα»), πρβλ. πολύ χρως] … Dictionary of Greek
πολυέρως — ωτος, ὁ, Α 1. αυτός που αγαπά πολύ 2. αυτός που έχει πολλούς έρωτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἔρως, ωτος (πρβλ. φίλ ερως)] … Dictionary of Greek