-
1 Είλως
-
2 Εἵλως
-
3 είλως
-
4 εἵλως
-
5 εἵλως
εἵλως, ωτος, ὁ, der Helot, s. nom. pr.
-
6 ειλως
- ωτος ὅ илот ( государственный крепостной в древней Спарте) Her., Thuc., Xen., Plat., Arst., Plut. -
7 Εἵλως
-
8 εἵλως
εἵλως, ωτος, ὁ, der Helot -
9 είλως
(-ωτος), είλωτας ο1) ист. илот; 2) перен. раб -
10 εἵλως
илот, крепостной ( спартанский) -
11 ειλωτης
-
12 Είλωσι
-
13 Εἵλωσι
-
14 Είλωσιν
-
15 Εἵλωσιν
-
16 Είλωτα
-
17 Εἵλωτα
-
18 Είλωτας
-
19 Εἵλωτας
-
20 Είλωτες
См. также в других словарях:
είλως — εἵλως, ο βλ. είλωτας … Dictionary of Greek
Εἵλως — serfs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἵλως — serfs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλωτέων — Εἵλως serfs masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλῶται — Εἵλως serfs masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλώταις — Εἵλως serfs masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλώτης — Εἵλως serfs masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλώτου — Εἵλως serfs masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἱλώτων — Εἵλως serfs masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἱλώτων — Εἵλως serfs masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἵλωσι — Εἵλως serfs masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)