-
1 βόμβα
η1) бомба;ατομική (υδρογονική) βόμβα — атомная (водородная) бомба;
βόμβα βυθού — глубинная бомба;
ωρολογιακή βόμβα — бомба с часовым механизмом;
εμπρηστική (εκρηκτική) βόμβα — зажигательная (фугасная) бомба;
βόμβα ναπάλμ — напалмовая бомба;
βόμβα με μπίλιες ( — или με σφαιρίδια) — шариковая бомба;
ρίχνω βόμβες — сбрасывать бомбы;
2) большая бочка;3) баллон -
2 μπόμπα
η1) бомба; снаряд;εκρηκτική (εμπρηστική) μπόμπα — фугасная (зажигательная) бомба;
ατομική (υδρογογική) μπόμπα — атомная (водородная) бомба;
μπόμπα ναπάλμ — напалмовая бомба;
ωρολογιακή μπόμπα — бомба с часовым механизмом, адская машина;
βραδυφλεγής μπόμπα — бомба замедленного действия;
2) большая бочка;3) газовый баллон; 4) перен., ирон. бочка (о женщине);§ είσορμώ ( — или μπαίνω) σαν μπόμπα — влететь бомбой, как бомба;
πέφτω σαν μπόμπα — свалиться как снег на голову
См. также в других словарях:
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
ωρολογιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρολόγι 2. αυτός που είναι διατεταγμένος σε ώρες («ωρολογιακό πρόγραμμα) 3. αυτός που έχει μηχανισμό ρολογιού («ωρολογιακή βόμβα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολόγιο + κατάλ. ιακός (πρβλ. ψηφ ιακός)] … Dictionary of Greek