Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ωρολογιακή

См. также в других словарях:

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • ωρολογιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρολόγι 2. αυτός που είναι διατεταγμένος σε ώρες («ωρολογιακό πρόγραμμα) 3. αυτός που έχει μηχανισμό ρολογιού («ωρολογιακή βόμβα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ωρολόγιο + κατάλ. ιακός (πρβλ. ψηφ ιακός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»