Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ωριαίος

  • 1 часовой

    I часовой Ι (о часах) του ρολογιού; \часовойая стрелка о ωροδείχτης; \часовойая мастерская το εργαστήριο του ωρολογοποιού, το ωρολογοποιείο II часовой II (о времени) ωριαίος II часовой III м ο φρουρός, ο σκοπός
    * * *
    I
    ( о часах) του ρολογιού

    часова́я стре́лка — ο ωροδείχτης

    часова́я мастерска́я — το εργαστήριο του ωρολογοποιού, το ωρολογοποιείο

    II
    ( о времени) ωριαίος
    III м
    ο φρουρός, ο σκοπός

    Русско-греческий словарь > часовой

  • 2 часовой

    часов||ой I
    прил
    1. (длящийся час, получаемый за час) ὠριαίος, τής ὠρας, ! μιας ὠρας:
    \часовойа́я беседа συζήτηση ἐπί μιαν ῶρα· \часовойая оплата πληρωμή μέ τήν ὠρα·
    2. (относящийся к часам) τοῦ (ώ)ρολογίου:
    \часовойая стрелка ὁ ὠροδείκτης· \часовойо́й механизм ὁ μηχανισμός τοῦ ὠρολο-γιοῦ· \часовой магазин τό ὠρολογοποιεῖον, τό ὠρολογάδικο· \часовой мастер, \часовойых дел мастер ὁ ὠρολογϋς, ὁ ὠρολογοποιός· \часовой завод τό ἐργοστάσιο ὠρολογίων, τό ὠρολογο-ποιεῖο[ν].
    часовой II
    м ὁ σκοπός, ὁ φρουρός, ὁ φύλακας, ὁ φύλαξ.

    Русско-новогреческий словарь > часовой

  • 3 повсечасный

    επ. παλ. ωριαίος, ο γινόμενος κάθε ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > повсечасный

  • 4 часовой

    επ.
    1. ωριαίος, μιας ώρας•

    -ая беседа συνομιλία μιας ώρας.

    2. της μιας ώρας (μετά τα μεσάνυχτα)•

    уехать -ым поездом αναχωρώ με το τρένο της μιας τη νύχτα.

    || της ώρας, με την ώρα•

    часовая оплата πληρωμή με την ώρα.

    εκφρ.
    часовой пояс – η ηλιακή ώρα.
    επ.
    ωρολογιακός, του ωρολογίου•

    часовой механизм ωρολογιακός μηχανισμός•

    -ая стрел--ка ο δείχτης του ωρολογίου.

    -ого α.
    σκοπός, φρουρός, φύλακας.

    Большой русско-греческий словарь > часовой

См. также в других словарях:

  • ωριαίος — α, ο / ὡριαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί μια ώρα (α. «ωριαίο διάλειμμα» β. «ὡριαῑα διαστήματα», Σέξτ. Εμπ.) νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται κάθε μία ώρα («ωριαίες αναχωρήσεις») 2. φρ. α) «ωριαία γωνία» αστρον. η γωνία η οποία σχηματίζεται… …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος άξονας — Λέγεται και άξονας του κόσμου. Πρόκειται για τη νοητή ευθεία γραμμή, που περνά από τους δύο πόλους γύρω από την οποία φαίνεται ότι γίνεται η ημερήσια κίνηση. Ο άξονας αυτός σχηματίζει γωνία με τον ορίζοντα, ίση με το πλάτος του τόπου. Παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος κύκλος — Ο μέγιστος κύκλος της ουράνιας σφαίρας, που διέρχεται από τους δύο πόλους, με τον ίδιο τρόπο, που και οι μεσημβρινοί της Γης διέρχονται από τους πόλους της. Eίναι κάθετος προς τον ουράνιο ισημερινό. Κάθε αστέρας έχει τον ωριαίο κύκλο του, ο… …   Dictionary of Greek

  • ωριαίος — α, ο 1. αυτός που διαρκεί μία ώρα: Πολύ λίγο πληρώνεται η ωριαία διδασκαλία στη σχολή αυτή. 2. αυτός που γίνεται κάθε ώρα. 3. φρ., «ωριαία γωνία», η δίεδρη γωνία που σχηματίζεται από το μεσημβρινό του τόπου και τον κύκλο που περνά από το σχετικό… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὡριαίων — ὡριαῖος an hour long fem gen pl ὡριαῖος an hour long masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριαίοις — ὡριαῖος an hour long masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριαίου — ὡριαῖος an hour long masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριαίους — ὡριαῖος an hour long masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριαίῳ — ὡριαῖος an hour long masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ὡριαία — ὡριαίᾱ , ὡριαῖος an hour long fem nom/voc/acc dual ὡριαίᾱ , ὡριαῖος an hour long fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»