-
61 νυμφών
(-ώνος) ο книжн, спальня новобрачных -
62 ξανθοπώγων
(-ωνος) ο см. ξανθογένειος -
63 ορύζων
(-ώνος) ο рисовая плантация -
64 παγετών
(-ώνος) ο ледник -
65 πάτρων
(-ωνος) ο1) хозяин, шеф, патрон; 2) покровитель, защитник -
66 περιστερεών
(-ώνος) ο см. περιστεριώνας -
67 πλατανών
-
68 πύθων
(-ωνος) ο питон -
69 πυλών
(-ώνος) ο1) ворота (храма, дворца и т. η.); 2) πλ. архит. пилоны -
70 πώγων
(-ωνος) ο1) борода; 2) подбородок -
71 ρώθων
-
72 σάπων
-
73 σίφων
(-ωνος) ο 1) см. σιφόνι;2) мор. насос -
74 σταυλοχιτών
(-ώνος) ο спецодежда конюха -
75 συκεών
(-ώνος) ο см. συκοπερίβολο -
76 σύκων
(-ώνος) ο см. συκοπερίβολο -
77 τρίβων
(-ωνος) ο ряса -
78 φοινίκων
(-ωνος) ο пальмовая роща -
79 φώσων
(-ωνος) ο мор. фор-бомбрамсель -
80 Χαλκηδών
(-ώνος) η Халкидонский полуостров, ХалкиДон
См. также в других словарях:
ὦνος — price paid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῶνος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ώνος — (I) ὁ, Α [ὠνοῡμαι / ὠνῶ] 1. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται από τον αγοραστή στον πωλητή ενός πράγματος ως αντίτιμο τής αξίας του, τιμή 2. αγορά, ὠνή* 3. αντικείμενο αγοραπωλησίας, ώνιο, εμπόρευμα. (II) Α κράση αντί ὁ οἶνος … Dictionary of Greek
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
πέδων — ωνος, ὁ, ΜΑ (για κακό δούλο) αυτός που είναι στα δεσμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδη «δεσμός» + κατάλ. ων, ωνος (πρβλ. στίγων)] … Dictionary of Greek
παραδεισών — ῶνος, ὁ, Α δενδρόκηπος, περιβόλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράδεισος + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών)] … Dictionary of Greek
πιτυών — ῶνος, ὁ, Α δάσος πεύκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + κατάλ. ών, ῶνος (πρβλ. ελαι ών, πευκ ών)] … Dictionary of Greek
πλαταγών — ῶνος, ἡ, Α η πλαταγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλαταγή + επίθημα ων, ῶνος (πρβλ. καμπαγ ών: κάμπαγος)] … Dictionary of Greek
πολυχίτων — ωνος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς χιτώνες, πολλές στιβάδες, πολλά περικαλύμματα (α. «πολυχίτωνες ὀφθαλμοί», Ιππ. β. «σπέρματα πολυχίτωνα», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χίτων (< χιτών, ῶνος), πρβλ. μονο χίτων] … Dictionary of Greek
προθυρών — ῶνος, ὁ, Α ο πρόναος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + θυρών, ῶνος (< θύρα)] … Dictionary of Greek
προπυλών — ῶνος, ὁ, Α ο χώρος πριν από το πρόπυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόπυλο + επίθημα ών, ῶνος (πρβλ. προμαχ ών)] … Dictionary of Greek