-
1 ψυχαπατης
См. также в других словарях:
ξεναπάτης — ξεναπάτης, ποιητ. τ. ξειναπάτης, ὁ (Α) 1. αυτός που εξαπατά τους ξένους 2. αυτός που προδίδει εκείνον που τόν φιλοξενεί 3. απατηλός άνεμος που πνέει στο λιμάνι, ενώ στο ανοιχτό πέλαγος πνέει άλλος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος / ξεῖνος + απάτης… … Dictionary of Greek