-
1 ψυχαγωγος
I3вызывающий души усопших(γόοι Aesch.)
IIὅ психагог, чародей, вызывающий души из царства теней Eur., Plut.
См. также в других словарях:
λαφυραγωγός — ό (AM λαφυραγωγός, όν) αυτός που αποκομίζει ή αρπάζει πολεμικά λάφυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάφυρον + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός, ψυχ αγωγός] … Dictionary of Greek
φωταγωγός — ό / φωταγωγός, όν, ΝΜΑ αυτός που φέρνει φως νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων μσν. 1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που… … Dictionary of Greek