Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ψῡχικόν

См. также в других словарях:

  • ψυχικόν — ψῡχικόν , ψυχικός of the soul masc acc sg ψῡχικόν , ψυχικός of the soul neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχικό — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Δήμος (υψόμ. 190 μ.). Βρίσκεται στην επαρχία Αττικής, του νομού Ανατ. Αττικής. Το Ψ. είναι προάστιο της πρωτεύουσας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ.) του νομού Λαρίσης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (15 τ. χλμ.). 3.… …   Dictionary of Greek

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • болѣти — БОЛ|ѢТИ (324), Ю, ИТЬ гл. 1.Быть больным, хворать: нѣкто болѩ лазорь. УСт XII/XIII, 18; [Владимир] болѩше велми. въ неи же болѣзни и сконцасѩ Парем 1271, 261; ѡ оударивъшимь в бою ближ(н)ѩг... лѩжеть же на ѡдрѣ болѩ. КР 1284, 261г; впаде в… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μοιράζω — και μεράζω (ΑΜ μοιράζω, Μ και μεράζω) [μοίρα] 1. χωρίζω κάτι σε τεμάχια ή σε μερίδια, τεμαχίζω, κομματιάζω («μοίρασα το κρέας σε μερίδες για να τό μαγειρέψω») 2. διανέμω κάτι σε κάποιον («πρέπει να μοιραστούν τρόφιμα στους σεισμοπαθείς») 3.… …   Dictionary of Greek

  • προκατεργάζομαι — Α [κατεργάζομαι] 1. ετοιμάζω εκ τών προτέρων, προπαρασκευάζω 2. επεξεργάζομαι, καλλιεργώ εκ τών προτέρων («τὸ ψυχικὸν πνεῡμα προκατεργάζεσθαι», Γαλ.) 3. πραγματοποιώ, εκτελώ κάτι εντελώς εκ τών προτέρων («χρήσιμον προκατεργάζεσθαι ἔργον», Διοδ.)… …   Dictionary of Greek

  • φυσικός — ή, ό / φυσικός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Ν [φύσις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φύση ή αυτός που προέρχεται από τη φύση, εγγενής (α. «φυσικά χαρίσματα» β. «πάλιν δὲ ἐρωτώμενος, ἡ ἀνδρεία πότερον εἴη διδακτὸν ἤ φυσικόν», Ξεν.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… …   Dictionary of Greek

  • ГНОСТИЦИЗМ — совокупность религиозно философских движений эпохи позднего эллинизма, выразившихся в ряде систематических учений, сформулированных во II в. и имевших следующие характерные черты: 1) дуализм, относящий творение материального мира и его историю к… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»