-
1 ψῑλ-ᾱγός
-
2 ψιλίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλίζομαι
-
3 ψιλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλικός
-
4 ψιλόω
A strip bare, mostly of hair,ψ. τὴν κεφαλήν τινος Hdt.4.26
;ψιλοῦν τὰ δέρματα Thphr.HP9.20.3
; ψ. τὰ δένδρα strip them bare, ib.4.14.9:—[voice] Pass., become bald,ψιλοῦτο δὲ καλὰ κάρηνα Hes.Fr.29
;χελιδόνες.. ἐψιλωμέναι
bare of feathers,Arist.
HA 600a16.II c. gen., strip bare of,σαρκῶν ἐπωμίδα Hp.Art.1
:—[voice] Pass.,ὀστέων κατήγματα ἐψιλωμένα Id.Aph.5.22
, cf. Art.69, Arist.HA 519b5.2 strip, rob, deprive of a thing,ψ. [τινὰ] τὰ πλεῖστα τῆς δυνάμιος Hdt.2.151
;τινὰ χρημάτων Alciphr.1.18
: abs. in same sense, X.Cyr.4.5.12:—[voice] Pass.,ἐλπίδος ὁ καιρὸς ἐψιλώθη Phld.Herc.1232p.67V.
3 generally, leave naked, unarmed, or defenceless, Th.3.109.4 [voice] Pass., to be laid bare, of roots, X.Oec.17.12 sq.; exposed, unprotected,Plb.
3.73.7;τὸ ψιλούμενον στεγαστέον X.Eq.12.7
.5 strip off, pull out,τρίχας Dsc.2.179
:—[voice] Pass., of things, to be stripped off something,τὰ κρέα ἐψιλωμένα τῶν ὀστέων Hdt.4.61
; cf. ψίλωμα. -
5 ψίλωθρον
ψῑλ-ωθρον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψίλωθρον
-
6 ψίλωμα
-
7 ψίλωσις
A stripping bare of flesh,ὀστέου Hp. Aph.7.19
; of hair, Clearch.9;ψ. τῆς κεφαλῆς
shaving,Archig.
ap. Gal.8.150; of leaves, Plu.2.646d;χρημάτων J.AJ17.11.2
.II Gramm., writing or pronouncing with the spiritus lenis, or an unaspirated consonant, Eust.515.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψίλωσις
-
8 ψιλωτέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλωτέον
-
9 ψιλωτής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλωτής
-
10 ψιλωτικός
II Gramm., fond of the spiritus lenis,οἱ Ἴωνες Eust.515.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλωτικός
-
11 ψιλῆται
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλῆται
-
12 ψῑλᾱγός
-
13 πτίλλος
A v. πτίλος. [full] πτῐλοβάφος [ᾰ], ὁ, = plumarius, Gloss. ( ψιλ- - codd.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτίλλος
См. также в других словарях:
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
ψέλιο — το / ψέλιον, ΝΑ, και ψέλι Ν, και ψέλλιον και σπέλιον και αιολ. τ. σπέλλιον και ψίλ(λ)ιον, Α κόσμημα σε σχήμα κρίκου για τον βραχίονα ή για τον καρπό τού χεριού ή και για τα σφυρά τών ποδιών, βραχιόλι νεοελλ. 1. στρ. καθένας από τους ορειχάλκινους … Dictionary of Greek