-
1 ψιλοτης
- ητος ἥ1) отсутствие растительности, обнаженность (sc. τοῦ πεδίου Plut.)2) гладкость(τοῦ σώματος Arst.)
3) плешивость (sc. τῆς κεφαλῆς Plut.)4) грам. слабая придыхательность (sc. τῆς φωνῆς Arst.) -
2 ψῑλότης
ψῑλότης, ητος, ἡ, 1) Nacktheit, Kahlheit, Plut. Fab. 11 Galb. 27 u. sonst. – 2) bei den Gramm. der spiritus lenis, auch Pol. 10, 47, 10.
-
3 ψῑλότης
-
4 ψιλότης
ψῑλότης, ψιλότηςbareness: fem nom sg -
5 ψιλότης
2 baldness, Id.Galb.27: pl., Artem.1.21.3 smoothness, of a woman's body, Plu.2.651a; opp. τραχύτης, ib. 979a; opp. δασύτης, Arist.HA 499a11.2 the spiritus lenis, Plb.10.47.10 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλότης
-
6 δασύτης
II in pronunciation, aspiration, opp. ψιλότης, Arist.Po. 1456b32, Plb.10.47.10, Phld.Po. Herc.994.33, D.H.Comp.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δασύτης
-
7 δασύτης
-
8 ψιλότητα
ψῑλότητα, ψιλότηςbareness: fem acc sg -
9 ψιλότητας
ψῑλότητας, ψιλότηςbareness: fem acc pl -
10 ψιλότητες
ψῑλότητες, ψιλότηςbareness: fem nom /voc pl -
11 ψιλότητι
ψῑλότητι, ψιλότηςbareness: fem dat sg -
12 ψιλότητος
ψῑλότητος, ψιλότηςbareness: fem gen sg
См. также в других словарях:
ψιλότης — ψῑλότης , ψιλότης bareness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλότης — ητος, ἡ, Α [ψιλός] 1. η ιδιότητα τού φαλακρού 2. (για γυναικείο σώμα) η ιδιότητα τού λείου 3. γραμμ. έλλειψη δασέος πνεύματος, απουσία δασύτητας … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
ψιλότητα — ψῑλότητα , ψιλότης bareness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλότητας — ψῑλότητας , ψιλότης bareness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλότητες — ψῑλότητες , ψιλότης bareness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλότητι — ψῑλότητι , ψιλότης bareness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλότητος — ψῑλότητος , ψιλότης bareness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)