-
1 ψῑλικός
-
2 ψῑλικός
ψῑλικός, zum ψιλός gehörig, ihn betreffend; τὸ ψιλικόν, = οἱ ψιλοί, die leichten Truppen -
3 ψιλικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλικός
-
4 ψιλικά
ψῑλικά, ψιλικόςof: neut nom /voc /acc plψῑλικά̱, ψιλικόςof: fem nom /voc /acc dualψῑλικά̱, ψιλικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ψιλικών
-
6 ψιλικῶν
-
7 ψιλικόν
ψῑλικόν, ψιλικόςof: masc acc sgψῑλικόν, ψιλικόςof: neut nom /voc /acc sg -
8 ψιλικοίς
-
9 ψιλικοῖς
См. также в других словарях:
ψιλικός — ή, όν, Α [ψιλός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ελαφρά οπλισμένο στρατιώτη 2. (το ουδ. στον εν. ή πληθ. ως ουσ.) τὸ ψιλικόν ή τὰ ψιλικά οι ελαφρά οπλισμένοι στρατιώτες … Dictionary of Greek
ψιλικά — ψῑλικά , ψιλικός of neut nom/voc/acc pl ψῑλικά̱ , ψιλικός of fem nom/voc/acc dual ψῑλικά̱ , ψιλικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλικῶν — ψῑλικῶν , ψιλικός of fem gen pl ψῑλικῶν , ψιλικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλικόν — ψῑλικόν , ψιλικός of masc acc sg ψῑλικόν , ψιλικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλικό — το, Ν 1. χρήμα μικρής αξίας 2. στον πληθ. τα ψιλικά είδη μικρεμπορίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αρχ. ψιλικός*] … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
ψιλικοῖς — ψῑλικοῖς , ψιλικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)