-
1 ψιαθοπλόκος
ψῐᾰθοπλόκος, ὁ,A a plaiter of mats, PSI10.1132.8 (i A. D.), Greg. Cor.p.551S., Lex.Herodot.ap.Stein Herodotus ii p.458, Suid. s.v. σχοίνου συμβολεῖς: written [full] ψαθοπλόκος in Sammelb.5124.332 (Tebtunis, ii A. D.):—also [suff] ψῐᾰθ-ποιός, ὁ, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιαθοπλόκος
-
2 ψιαθοπλόκοι
ψιαθοπλόκοςa plaiter of mats: masc nom /voc pl -
3 ψαθοπλόκος
ψᾰθοπλόκος, ὁ,A = ψιαθοπλόκος, Sammelb.5124.332 (ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψαθοπλόκος
См. также в других словарях:
ψιαθοπλόκος — και ψαθοπλόκος, ὁ, ΜΑ αυτός που πλέκει ψιάθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίαθος + πλόκος (< πλέκω) πρβλ. στιχο πλόκος] … Dictionary of Greek
ψιαθοπλόκοι — ψιαθοπλόκος a plaiter of mats masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαθοπλόκος — ον, Α βλ. ψιαθοπλόκος … Dictionary of Greek
ψιαθοποιός — όν, ΜΑ ψιαθοπλόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψίαθος + ποιός*] … Dictionary of Greek