-
1 ψάλιον
ψᾰλ-ιον, τό, part of the bridle,A curb-chain,ῥυταγωγέα.. ἐκ τοῦ ψ. ἠρτημένον X.Eq. 7.1
;τὸ περὶ γένειον διειρόμενον, ψάλιον Poll.1.148
; = κρίκος τοῦ χαλινοῦ, Sch.E.Ph. 792: freq. in pl., because the curb-chain was formed of links, which rattled as the horse moved, (anap.);ψαλίων κρότον καὶ χαλινοῦ κτύπον Ael. NA6.10
; (lyr.): metaph.,οἷον ψ. αὐτῇ [τῇ βασιλείᾳ] ἐνέβαλε τὴν τῶν Ἐφόρων δύναμιν Pl.Lg. 692a
.2 generally, chain, bond, A.Pr.54 (pl.): metaph.,μέγα δ' ἀφῃρέθη ψ. οἰκετῶν Id.Ch. 962
(lyr.).3 βορινοῦ καὶ νοτινοῦ ψαλίου (or Ψαλίου) the N. and S. ring (or Ring), in description of an estate, POxy. 1632.12 (iv A. D.).4 a horse's jaw, Hippiatr.28 (cf. ψέλιον, ψάλλιον).
См. также в других словарях:
ψάλιον — τὸ, ΜΑ, και ψάλλιον και αιολ. τ. σπάλιον Α αλυσίδα τού χαλινού τών αλόγων η οποία περνάει κάτω από το σαγόνι («τὸ περὶ γένειον διειρόμενον ψάλιον», Πολυδ.) μσν. (κατ επέκτ.) σαγόνι αλόγου αρχ. 1. ολόκληρος ο χαλινός, συμπεριλαμβανομένου και τού… … Dictionary of Greek