Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψήκτρα

См. также в других словарях:

  • ψήκτρα — ψήκτρᾱ , ψήκτρα curry comb fem nom/voc/acc dual ψήκτρᾱ , ψήκτρα curry comb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήκτρᾳ — ψήκτρᾱͅ , ψήκτρα curry comb fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήκτρα — η, ΝΜΑ, και ψήκτρια και ψηκτρία και ψηκτρίς, ίδος, Α εργαλείο απόξεσης ή καθαρισμού, ιδίως τού τριχώματος τών αλόγων, ξυστρί νεοελλ. 1. εργαλείο από ισομήκεις τρίχες, ίνες ή σύρματα για καθαρισμό ή στίλβωση, βούρτσα 2. (ηλεκτρολ.) αγώγιμο σώμα,… …   Dictionary of Greek

  • ψήκτρας — ψήκτρᾱς , ψήκτρα curry comb fem acc pl ψήκτρᾱς , ψήκτρα curry comb fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήκτραν — ψήκτρᾱν , ψήκτρα curry comb fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήκτραις — ψήκτρα curry comb fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήκτραισιν — ψήκτρα curry comb fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήκτρην — ψήκτρα curry comb fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψήκτρης — ψήκτρα curry comb fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψήκτρα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το θ. τού ψήχω*, με επίθημα τήρ*, αλλά εμφανίζει, αντί τού αναμενόμενου αρχ. η τού θ. (πρβλ. ψήκτρα), ᾱ μακρό (βλ. λ. ψήω)] …   Dictionary of Greek

  • ψηκτρίον — τὸ, Α [ψήκτρα] υποκορ. μικρή ψήκτρα, βουρτσάκι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»