-
1 ψήκτρας
ψήκτρᾱς, ψήκτραcurry-comb: fem acc plψήκτρᾱς, ψήκτραcurry-comb: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 κνῆσμα
κνῆσμα, τό, = κνῆμα; Xen. Conv. 4, 28; φαλαγγίων = δήγματα, Ael. V. H. 13, 45. – Bei Qu. Haec. 6 (VI, 233) ist ψήκτρας κνῆσμα σιδηρόδετον die kratzende Striegel.
-
3 κνησμα
См. также в других словарях:
ψήκτρας — ψήκτρᾱς , ψήκτρα curry comb fem acc pl ψήκτρᾱς , ψήκτρα curry comb fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηκτροθήκη — η, Ν (ηλεκτρολ.) θήκη κατάλληλη για τοποθέτηση ψήκτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήκτρα + θήκη] … Dictionary of Greek