-
1 ψεγω
порицать, укорять(τινά и τι Aesch., Soph., Xen., Arst.)
ψ. τινὰ περί τινος, περί и διά τι Plat. или ἐπί τινι Xen., ψ. τινά τι Soph., Plat. — порицать кого-л. за что-л.;ἥ ἐπιείκεια τοῦ διδάσκειν ἀλλήλους οὐ ψέγεται Thuc. — (с нашей стороны) нет никаких возражений против благожелательного обмена мнении;τοὺς ψόγους ψ. Plat. — выражать порицания -
2 ψέγω
ψέγω порицать -
3 ψέγω
(αόρ. έψεξα) μετ. осуждать, порицёть; упрекать, укорять -
4 ψέγω
-
5 ψεκτεος
-
6 ψεκτος
3 -
7 διαψεγω
-
8 ψεκτικος
-
9 ψογος
-
10 ψεγαδιάζω
См. также в других словарях:
ψέγω — blame pres subj act 1st sg ψέγω blame pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέγω — ψέγω, έψεξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψέγω — ΝΜΑ επικρίνω, μέμφομαι, κατηγορώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο σχηματισμός τού ρ. ψέγω, εν αντιθέσει με τού συνωνύμου του μέμφομαι* και τού ουσ. όνειδος*, οφείλεται σε ελληνική καινοτομία. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα τού ψήω* / ψάω… … Dictionary of Greek
ψέγω — έψεξα, κατηγορώ, επικρίνω, αποδοκιμάζω, κακολογώ: Άδικα τον έψεξες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψέγετε — ψέγω blame pres imperat act 2nd pl ψέγω blame pres ind act 2nd pl ψέγω blame imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέγῃ — ψέγω blame pres subj mp 2nd sg ψέγω blame pres ind mp 2nd sg ψέγω blame pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέξαι — ψέγω blame aor imperat mid 2nd sg ψέγω blame aor inf act ψέξαῑ , ψέγω blame aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέξουσι — ψέγω blame aor subj act 3rd pl (epic) ψέγω blame fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ψέγω blame fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέξουσιν — ψέγω blame aor subj act 3rd pl (epic) ψέγω blame fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ψέγω blame fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψέξω — ψέγω blame aor subj act 1st sg ψέγω blame fut ind act 1st sg ψέγω blame aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψεγομένων — ψέγω blame pres part mp fem gen pl ψέγω blame pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)