-
1 ψώα
ψῴᾱ, ψωίαquadratarius: fem nom /voc /acc dualψῴᾱ, ψωίαquadratarius: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ψῴα
ψῴᾱ, ψωίαquadratarius: fem nom /voc /acc dualψῴᾱ, ψωίαquadratarius: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 ψώα
ψώα, ἡ, -
4 ψώα
ψώα, ἡ, Fäulniß, Verwesungsgeruch, seltenes poet. Wort in VLL.
-
5 ψώα
-
6 ψώαν
ψώᾱν, ψώαrottenness: fem acc sg (doric aeolic) -
7 ψωΐα
ψωΐα, ἡ, = ψώα, VLL.
-
8 ψώϊζος
-
9 ψώαι
-
10 ψῶαι
-
11 ψωΐα
ψωΐα, ἡ,
См. также в других словарях:
ψῴα — ψῴᾱ , ψωία quadratarius fem nom/voc/acc dual ψῴᾱ , ψωία quadratarius fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψώα — ἡ, Α 1. σήψη 2. δυσωδία που οφείλεται σε σήψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί με φωνηεντισμό ω από το επιφώνημα ψό*] … Dictionary of Greek
ψώαν — ψώᾱν , ψώα rottenness fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψῶαι — ψώα rottenness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωΐα — ἡ, Α [ψώα] (κατά τον Ησύχ.) «σαπρὰ δυσωδία» … Dictionary of Greek
ψό — ΜΑ επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση αρχ. ποιμενικό επίφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος,… … Dictionary of Greek
ψώϊζος — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἄφοδος ὑγρὰ ἢ ὄνθος, δυσωδία καὶ ἣν καλοῡσι μίνθαν οἱ δὲ αὐχμὸν ἢ μόλυσμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τα ψώα* / ψωΐα] … Dictionary of Greek