-
1 ψύχωσις
A a giving soul or life to, animating, quickening, Ph.1.15, Theol.Ar.48, M.Ant.12.24:—also, the principle of life, Philol. ap. Theol.Ar.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψύχωσις
См. также в других словарях:
-ωση — ωσις, ΝΜΑ κατάλ. θηλυκών ονομάτων που παράγονται από ρήματα σε ώνω / όω (πρβλ. μίσθ ωση, στίλβ ωση). Η κατάλ. αυτή χρησιμοποιήθηκε ωστόσο και για τον σχηματισμό ονομάτων, μολονότι δεν μαρτυρείται το αντίστοιχο ρήμα σε όω (πρβλ. παίδ ωσις). Τέλος … Dictionary of Greek