-
1 ψύχραιμος
[психрэмос] εκ. хладнокровный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψύχραιμος
-
2 невозмутимый
-
3 хладнокровный
-
4 хладнокровный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. ψύχραιμος•хладнокровный человек ψύχραιμος άνθρωπος•
ответ ψύχραιμη απάντηση•
хладнокровный взгляд ψύχραιμη ματιά.
2. βλ. холоднокровный.3. παλ. • άφοβος, απτόητος. -
5 сохранять
сохранятьнесов1. φυλάγω, φυλάττω, διατηρώ, διαφυλάγω/ (δια)σώζω (спасать)·2. (удерживать) διατηρώ, (δια)φυλάττω, φυλάγω:\сохранять здоровье (δια)φυλάττω τήν ὑγεία (μου)· \сохранять мир διαφυλάττω τήν είρἡνη· \сохранять за собой право ἐπιφυλάσσομαι νά..., διατηρώ γιά τόν ἐαυτό μου τό δικαίωμα· \сохранять спокойствие μένω ἀτάραχος, μένω ήρεμος· \сохранять хладнокровие τηρῶ ψυχραιμία, μένω ψύχραιμος. -
6 хладнокровный
хладнокров||ныйприл ψύχραιμος, ἀτάραχος/ ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος (спокойный). -
7 хладнокровный
[χλαντνακρόβνυϊ] εκ. ψύχραιμος -
8 хладнокровный
[χλαντνακρόβνυϊ] επ ψύχραιμος -
9 кровь
-и, προθτ. о -и, в -и, γεν. πλθ. -и θ.1. αίμα•венозная кровь φλεβικό αίμα•
артериальная кровь αρτηριακό αίμα•
переливание -и μετάγγιση αίματος•
заражение -и μόλυνση του αίματος.
|| πλθ. -и τα έμμηνα, η περίοδος.2. μτφ. γένος, συγγένεια. || οι πλησιέστεροι συγγενείς.3. ράτσα ζώων. || (για ανθρώπους) γένος, καταγωγή•гречанка по -и Ελληνίδα την καταγωγή.
4. μτφ. αιματοχυσία, φονικό.5. μτφ. χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία•горячая кровь θερμόαιμος•
холодная кровь ψύχραιμος.
εκφρ.в -и до крови избить (разбить) – χτυπώ μέχρι αίμα•узы -и – δεσμοί αίματος•кровь с молоком – (για (πρόσωπο, άνθρωπο) αφρατοκόκκινος•кровь бросилась (кинулась, ударила) в голову – ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι•кровь играет – το αίμα βράζει (σφύζει)•кровь кипит (горит, бродит) – α) το αίμα βράζει (μεγάλη ζωτικότητα), β) υπάρχει έξαψη ή πάθος, οργασμός•кровь стынет (леденеет) – το αίμα παγώνει (από φόβο, φρίκη)•бросить (отворить, кидать) кровь – παλ. κάνω αφαίμαξη•лить (проливать) кровь чью – τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον•пить, сосать кровь – πίνω, ρουφώ το αίμα (βασανίζω, εκμεταλλεύομαι σκληρά)•портить кровь – χαλνώ τη διάθεση• ερεθίζω•писать -ью – γράφω με αίμα (από τα φυλλοκάρδια, ειλικρινέστατα ή με πόνο στην καρδιά)•смыть -ью обиду – ξεπλένω την προσβολή με αίμα•сердце -ью обливается – ματώνει η καρδιά μου (λυπούμαι κατάκαρδα:)• это в -и το έχει στο αίμα (είναι έμφυτο)•кровь за кровь – αίμα αντί αίματος, μάχαιρα αντί μαχαίρας•хоть кровь из носу – (απλ.) οπωσόήποτε•изойти -ью – εξαντλούμαι, από την αιμορραγία. -
10 похолодеть
ρ.σ. ψύχομαι. || γίνομαι ψύχραιμος. -
11 рыбий
-ья, -ьеεπ.του ψαριού•-ья чешуя τα λέπια του ψαριού.
|| από ψάρι•рыбий жир ψαρόλαδο, ιχθυέλαιο• μουρουνέλαιο•
рыбий клей ψαρόκολλα, ιχθυόκολλα.
|| μτφ. ψύχραιμος, άφοβος.εκφρ.рыбий зуб – κυνόδους (σκυλόδοντο), χαυλιόδοντας του τροχοφόρου. -
12 холодный
επ., βρ: холоден, -дна, -дно.1. κρύος, ψυχρός•-ая вода κρύο νερό•
холодный ветер ψυχρός άνεμος•
-ая комната κρύο δωμάτιο.
2. ουσ. -ая θ. κρύο κρατητήριο, το φρέσκο.3. βλ. заливной (2 σημ.).4. άτονος, χλιαρός•-взгляд ψυχρό βλέμμα•
холодный прим ψυχρή υποδοχή-холодныйое сердце κρύα καρδιά.
|| αδιάφορος, απαθής.5. μτφ. ψύχραιμος.6. ψυχρός (χωρίς προηγούμενη θέρμανση, πυράκτωση)•-ая штамбов-ка ψυχρή εκτύπωση.
7. (για μικροεπαγγελματίες)• φτωχός, φουκαριάρης•холодный сапожник φτω-χομπαλωματής•
холодный парикмахер φτωχοκουρέας.
εκφρ.- ая воина – ψυχρός πόλεμος•- ое оружие – ψυχρό όπλο (μαχαίρι, ξίφος, σπαθί, σε αντίθεση με το πυροβόλο όπλο).
См. также в других словарях:
ψύχραιμος — η, ο, Ν 1. (για ζώο) ψυχρόαιμος 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που αντιμετωπίζει με ηρεμία και αυτοκυριαρχία διάφορες απρόοπτες και ιδίως δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα. επίρρ... ψύχραιμα Ν με ψυχραιμία («αντιμετώπισε… … Dictionary of Greek
ψύχραιμος — η, ο επίρρ. α απαθής, ατάραχος, γαλήνιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… … Dictionary of Greek
αβούρλιστος — η, ο [βουρλίζω] 1. αυτός που δεν βουρλίζεται, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε 2. ο μη εξοργισμένος, ο ψύχραιμος 3. αυτός που δεν παραφρόνησε, που δεν έχασε τα λογικά του … Dictionary of Greek
αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… … Dictionary of Greek
αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… … Dictionary of Greek
ανέκπληκτος — ἀνέκπληκτος, ον (Α) 1. άφοβος, ατρόμητος, ατάραχος, ψύχραιμος 2. αυτός που δεν προξενεί έκπληξη, δεν εντυπωσιάζει … Dictionary of Greek
ανενθουσίαστος — η, ο (Α ἀνενθουσίαστος, ον) όποιος δεν παρασύρεται από ενθουσιασμό, απαθής ή ψύχραιμος … Dictionary of Greek
ασυντάρακτος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνταραχθεί, που δεν δοκίμασε έντονη συγκίνηση ή ταραχή 2. ο ψύχραιμος 3. ο αδιατάρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συνταράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
αόργητος — ἀόργητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί 2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + οργητος, εκτεταμένος τ. του οργος (< οργή), κατά το άνοος ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ … Dictionary of Greek