Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψύχραιμος

См. также в других словарях:

  • ψύχραιμος — η, ο, Ν 1. (για ζώο) ψυχρόαιμος 2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που αντιμετωπίζει με ηρεμία και αυτοκυριαρχία διάφορες απρόοπτες και ιδίως δυσάρεστες καταστάσεις, που δεν χάνει τον έλεγχό του εύκολα. επίρρ... ψύχραιμα Ν με ψυχραιμία («αντιμετώπισε… …   Dictionary of Greek

  • ψύχραιμος — η, ο επίρρ. α απαθής, ατάραχος, γαλήνιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

  • αβούρλιστος — η, ο [βουρλίζω] 1. αυτός που δεν βουρλίζεται, δεν στενοχωριέται ή δεν στενοχωρήθηκε 2. ο μη εξοργισμένος, ο ψύχραιμος 3. αυτός που δεν παραφρόνησε, που δεν έχασε τα λογικά του …   Dictionary of Greek

  • αθόλωτος — (I) η, ο (Α ἀθόλωτος, ον) [θολῶ] μη θολωμένος, καθαρός μσν. 1. αγνός, αμόλυντος 2. απαραβίαστος 3. αυτός που δεν κλονίζεται από ταραχές 4. μτφ. αυτός που δεν ταράζεται, ο ψύχραιμος. (II) η, ο ο δίχως θόλο, ο μη θολωτός, αθολοσκέπαστος, άθολος.… …   Dictionary of Greek

  • αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… …   Dictionary of Greek

  • ανέκπληκτος — ἀνέκπληκτος, ον (Α) 1. άφοβος, ατρόμητος, ατάραχος, ψύχραιμος 2. αυτός που δεν προξενεί έκπληξη, δεν εντυπωσιάζει …   Dictionary of Greek

  • ανενθουσίαστος — η, ο (Α ἀνενθουσίαστος, ον) όποιος δεν παρασύρεται από ενθουσιασμό, απαθής ή ψύχραιμος …   Dictionary of Greek

  • ασυντάρακτος — και χτος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνταραχθεί, που δεν δοκίμασε έντονη συγκίνηση ή ταραχή 2. ο ψύχραιμος 3. ο αδιατάρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + συνταράσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Στ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • αόργητος — ἀόργητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί 2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + οργητος, εκτεταμένος τ. του οργος (< οργή), κατά το άνοος ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

  • νήφω — (Α νήφω και δωρ. τ. νάφω) 1. είμαι εγκρατής στο κρασί, απέχω από το κρασί, είμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος («εἶεν δή, ἄνδρες δοκεῑτε γάρ μοι νήφειν οὐκ ἐπιτρεπτέον ὑμῑν, ἀλλὰ ποτέον», Πλάτ.) 2. μτφ. έχω πνευματική διαύγεια, είμαι ψύχραιμος, ήρεμος αρχ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»