-
1 ψύθος
-
2 ψύθος
ψύθοςlie: neut nom /voc /acc sg -
3 ψύθη
ψύθοςlie: neut nom /voc /acc pl (attic epic doric)ψύθοςlie: neut nom /voc /acc dual (doric aeolic) -
4 ψύθεα
ψύθοςlie: neut nom /voc /acc pl (epic ionic) -
5 ψύθιος
ψύθοςlie: neut gen sg (doric) -
6 ψύθους
ψύθοςlie: neut gen sg (attic epic doric) -
7 ψύδος
См. также в других словарях:
ψύθος — lie neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύθος — και ψύδος, ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) ψεύδος, ψέμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. ψύδος ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι*, ενώ ο τ. ψύθος εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
ψύθη — ψύθος lie neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψύθος lie neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύθεα — ψύθος lie neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύθιος — ψύθος lie neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψύθους — ψύθος lie neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυρίζω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψιθυρίσδω Α 1. μιλώ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω (α. «τού ψιθύρισε κάτι στο αφτί και έφυγε» β. «βιῶναι μετὰ μειρακίων ἐν γωνίᾳ τριῶν ἢ τεττάρων ψιθυρίζοντα», Πλάτ.) 2. ηχώ μονότονα αρχ. 1. λέω χαμηλόφωνα κάτι που δεν τολμώ να πω… … Dictionary of Greek
ψυθίζω — Α 1. ψιθυρίζω, μουρμουρίζω 2. (το αρσ. μτχ. γεν. πληθ. μέσ. ενεστ.) ψυθιζομένων (κατά τον Ησύχ.) «γογγυζόντων». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* (πρβλ. ψύθος), με δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
ψυθών — ῶνος, ὁ, Α στον πληθ. ψυθῶνες (κατά τον Ησύχ.) «διάβολοι». [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* + επίθημα ών (πρβλ. ψιδ ών). Ο τ. εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek
ψύδος — ους, τὸ, Α βλ. ψύθος … Dictionary of Greek
ψύθω — Α ψεύδομαι, λέω ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τού ψεύδομαι* και εμφανίζει δασεία οδοντική παρέκταση θ (πρβλ. ψύθος, ψιθυρίζω)] … Dictionary of Greek