-
1 ψωμόλεθρος
ψωμ-όλεθρος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψωμόλεθρος
См. также в других словарях:
νυκτολεθρία — νυκτολεθρία, ἡ (Μ) καταστροφή που γίνεται στη διάρκεια τής νύχτας. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + ολεθρία (< ὄλεθρος), πρβλ. ψωμ ολεθρία] … Dictionary of Greek