-
1 ψωμός
-
2 ψωμός
-
3 ψωμίον
-
4 μιστύλη
μιστύλη, ἡ, od. vielleicht richtiger μυστΐλη (vgl. μιστύλλω u. μύστρον), ein ausgehöhltes und statt des Löffels beim Essen von Suppe od. Brei gebrauchtes Stück Brot, Ar. Equ. 1164; vgl. Schol. u. VLL. Andere nehmen es für ein Stückchen Krume, mit dem man die Brühe austunkt, was mit der sonstigen Erkl. der Alten, z. B. Poll. 6, 87, ψωμὸς κοῖλος, nicht übereinstimmt, obwohl Schol. Ar. Equ. 824 neben der eben erwähnten Erkl. noch sagt: ἰδίως παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς μύστιλλον ἐκάλουν τὸν ἄρτον τὸν τοῖς κυσὶ παραβαλλόμενον; Pherecrat. bei Ath. VI, 268 e sagt ποταμοὶ μὲν ἀϑάρης καὶ μέλανος ζωμοῦ πλέῳ διὰ τῶν στενωπῶν τονϑολυγοῦντες ἔῤῥεον αὐταῖσι μυστίλαισι; bei Sp. ist μυστίλη = Löffel.
-
5 βλωμός
βλωμός, ὁ (βάλλω?), = ψωμός, ὁ, ein Bissen, bes. von Brot, VLL.; Call. frg. 240. Vgl. ὀκτάβλωμος.
-
6 ὀνείδειος
ὀνείδειος, ον, schimpfend, tadelnd; ὀνειδείοις ἐπέεσσι, mit Schimpf- oder Schmähworten, Od. 18, 326; oft in der ll., auch μῦϑος ὀν., Il. 21, 393. 471; einzeln bei sp. D., ψωμός, Ammian. 25 (IX, 573).
-
7 ἄ-κολος
ἄ-κολος, ἡ (α euphon., κόλος verstümmelt), Bissen, ψωμός; Hom. einmal, Od. 1 7, 222 πτωχὸνὃς ϑλίψεται ὤμους, αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας; – ξηράς Maced. Paralip. 30 (VI, 176); τὰς ἀπύρους Leon. T. 45 (IX, 563); vgl. Strattis bei Ath. XIV, 622 a, wonach die Thebäer την ἔνϑεσιν ἄκολον nennen; Suid. hat das Sprichw. ἀκόλῳ οὐ σύκῳ τὰ χείλη βῦσαι.
См. также в других словарях:
ψωμός — morsel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμός — ὁ, ΜΑ 1. μπουκιά ψωμιού 2. (κατ* επέκτ.) μικρή ποσότητα ενός πράγματος αρχ. 1. (κατ επέκτ.) μπουκιά φαγητού 2. (γενικά) άρτος, ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τού θ. ψη τού ψήω*. / ψῆν «τρίβω», με έρρινο επίθημα… … Dictionary of Greek
ψωμοῖς — ψωμός morsel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοῖσι — ψωμός morsel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοί — ψωμός morsel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμοῦ — ψωμός morsel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμούς — ψωμός morsel masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμῶν — ψωμός morsel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμῷ — ψωμός morsel masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμόν — ψωμός morsel masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek