Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ψυχορραγεῖ

См. также в других словарях:

  • ψυχορραγεῖ — ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγής letting the soul break loose… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυθάνατος — βραδυθάνατος, ον (Α) αυτός που ψυχορραγεί επί μακρό χρόνο …   Dictionary of Greek

  • λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… …   Dictionary of Greek

  • προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …   Dictionary of Greek

  • ψυχορραγής — ές, Α αυτός που ψυχορραγεί, ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ρραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»