-
1 προνωπής
προνωπής, ές, = πρηνής (vielleicht von πρό-ὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην, Aesch. Ag. 226, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt, ἄγαν προνωπὴς εἰς τὸ λοιδορεῖν, Eur. Andr. 730; u. absolut, ἤδη προνωπής ἐστι (sc. εἰς τὸ ϑανεῖν) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, Alc. 141, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode.
-
2 προνωπής
προνωπής, (vielleicht von πρό-ὤψ, eigtl. mit vorwärts gekehrtem Gesichte, den Kopf voran), vorüber od. vorwärts gebogen; προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην, hochgehoben vorwärts reißen; übertr., geneigt; absolut: ἤδη προνωπής ἐστι (sc. εἰς τὸ ϑανεῖν) καὶ ψυχοῤῥαγεῖ, sie neigt sich schon zum Ende und ringt mit dem Tode
См. также в других словарях:
ψυχορραγεῖ — ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγής letting the soul break loose… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραδυθάνατος — βραδυθάνατος, ον (Α) αυτός που ψυχορραγεί επί μακρό χρόνο … Dictionary of Greek
λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… … Dictionary of Greek
προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… … Dictionary of Greek
ψυχορραγής — ές, Α αυτός που ψυχορραγεί, ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ρραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγής] … Dictionary of Greek