Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψυχιατρικός

См. также в других словарях:

  • ψυχιατρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχίατρο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychiatrique (< ψυχή + ιατρικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική των ψυχοπαθειών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αυτισμός — Όρος ψυχιατρικός που υποδηλώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ύστερα από κάποια διαταραχή της αισθητικότητας και της θέλησης. Ο α. είναι χαρακτηριστικός στους σχιζοφρενείς και εκδηλώνεται με μια αναδίπλωση στον ίδιο τους τον εαυτό,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»