-
1 ψυχιατρικός
[психиатрикос] εκ. психиатрический,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψυχιατρικός
-
2 психиатрический
ψυχιατρικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > психиатрический
-
3 психиатрический
-
4 психиатрический
психиатр||и́ческийприл ψυχιατρικός:\психиатрическийи́ческая лечебница, больница τό ψυχιατρεῖον. -
5 психиатрический
[πσιχιατρίτσισκιϊ] εκ. ψυχιατρικός -
6 психиатрический
[πσιχιατρίτσισκιϊ] επ ψυχιατρικός -
7 психиатрический
επ.ψυχιατρικός.
См. также в других словарях:
ψυχιατρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψυχίατρο 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychiatrique (< ψυχή + ιατρικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
ψυχιατρικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική των ψυχοπαθειών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αυτισμός — Όρος ψυχιατρικός που υποδηλώνει την απώλεια επαφής με την πραγματικότητα ύστερα από κάποια διαταραχή της αισθητικότητας και της θέλησης. Ο α. είναι χαρακτηριστικός στους σχιζοφρενείς και εκδηλώνεται με μια αναδίπλωση στον ίδιο τους τον εαυτό,… … Dictionary of Greek