Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ψυχαγωγῷ

См. также в других словарях:

  • ψυχαγωγώ — ψυχαγωγῶ, έω, ΝΜΑ τέρπω, ευφραίνω την ψυχή μσν. αρχ. ενθαρρύνω ή παρηγορώ κάποιον αρχ. 1. (για τον Ερμή) οδηγώ τις ψυχές τών νεκρών στον Κάτω Κόσμο 2. ανακαλώ με θυσίες και διάφορες μαγγανείες τις ψυχές από τον Άδη 3. (κυρίως για ομιλητές)… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαγωγώ — ψυχαγωγώ, ψυχαγώγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψυχαγωγώ — ψυχαγώγησα, ψυχαγωγήθηκα, ψυχαγωγημένος, διασκεδάζω, ευφραίνω: Η μουσική μάς ψυχαγωγεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυχαγωγῶ — ψῡχαγωγῶ , ψυχαγωγέω lead departed souls to the nether world pres subj act 1st sg (attic epic doric) ψῡχαγωγῶ , ψυχαγωγέω lead departed souls to the nether world pres ind act 1st sg (attic epic doric) ψῡχαγωγῶ , ψυχαγωγός leading departed… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυχαγωγῷ — ψῡχαγωγῷ , ψυχαγωγός leading departed souls to the nether world masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διάγω — (AM διάγω) διαβιώ, περνώ τη ζωή ή κάποιο χρονικό διάστημα σύμφωνα με κάποιον τρόπο ή υπό ορισμένες συνθήκες νεοελλ. 1. κατοικώ, διαμένω 2. κάνω, πράττω αρχ. μσν. φρ. «διάγω ἑορτήν» εορτάζω αρχ. 1. περνώ κάτι απέναντι 2. (αμτβ.) διαβαίνω, περνώ 3 …   Dictionary of Greek

  • διασκεδάζω — (AM διασκεδάννυμι Μ και διασκεδάζω) διασκορπίζω, αποδιώχνω νεοελλ. 1. ψυχαγωγώ, προκαλώ σε κάποιον ευθυμία, ευχαρίστηση 2. ψυχαγωγούμαι, μετέχω σε διασκέδαση αρχ. 1. διαλύω («τὸν στρατὸν διεσκέδασε») 2. εξαφανίζω 3. ( ομαι) (για φήμη) διαδίδομαι …   Dictionary of Greek

  • εστιώ — (ΑΜ ἑστιῶ, άω, Α και ιων. και δωρ. ἱστιάω) [εστία] παραθέτω γεύμα, προσκαλώ σε εστίαση, κάνω το τραπέζι, φιλεύω, περιποιούμαι, φιλοξενώ μσν. αρχ. μέσ. ἑστιῶμαι τρώω αρχ. 1. (στην Αθήνα) παρέχω δημόσιο συμπόσιο ή γεύμα στους συμφυλέτες μου 2. (για …   Dictionary of Greek

  • κατευωχούμαι — κατευωχούμαι, έομαι (Α) (επιτ. τ. τού ευωχούμαι) 1. συμμετέχω σε ευωχία, ευθυμώ, διασκεδάζω («οἶνον δὲ γινόμενον ταχὺ ἀναλίσκουσι κατευωχούμενοι μετὰ τῶν συγγενῶν», Στράβ.) 2. μτγν. ενεργ. κατευωχῶ, έω παρέχω ευωχία, φιλεύω κάποιον, ψυχαγωγώ… …   Dictionary of Greek

  • μετεωρίζω — και μετωρίζω (ΑΜ μετεωρίζω, Μ και μετωρίζω) [μετέωρος] 1. σηκώνω κάτι και τό κρατώ ψηλά ώστε να μείνει μετέωρο (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», Ξεν. β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ μετεωρίσας ὑπὲρ κεφαλῆς», Πλούτ.) 2. (μεσοπαθ.)… …   Dictionary of Greek

  • ψυχαγωγία — (I) η, ΝΜΑ τέρψη τής ψυχής και τού πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.) νεοελλ. μσν. (σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»