-
1 ψυχαγωγία
ψῡχαγωγίᾱ, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem nom /voc /acc dualψῡχαγωγίᾱ, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ψῡχαγωγίαι, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem nom /voc plψῡχαγωγίᾱͅ, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ψυχαγωγίᾳ
Βλ. λ. ψυχαγωγία -
3 ψυχαγωγία
ψῡχᾰγωγ-ία, ἡ,A evocation of souls from the nether world, Philostr.Her.18.3, Eust.1614.59.II metaph., winning of men's souls, persuasion, whence Rhetoric is called a ψυχαγωγία by Pl.Phdr. 261a, cf. 271c, Com.Adesp.199, Phld.Rh.1.148S.; also of poetry, Id.Po.2.61, al.:generally, gratification, pastime, Plb.31.29.5, D.S.1.91, Aristeas 78, LXX 2 Ma.2.25, J.AJ15.7.7, Luc.Nigr.18; amusement, Sor.1.117 (pl.); opp. διδασκαλία, as the aim of a poet, Eratosth. ap. Str.1.1.10: pl.,μουσικαὶ ψ. Phld.Mus.p.86K.
, cf. Aristid.Or.29(40).21.III ([etym.] ψυχρός, ψῦχος) cooling treatment in acute fever, Philum. ap. Aët.5.78 (but, animi oblectamenta procurentur, in Lat. version): in heart disease, Paul.Aeg.3.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυχαγωγία
-
4 ψυχαγωγία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 2 Mc 2,25amusement, delight -
5 ψυχαγωγία
entertainmentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψυχαγωγία
-
6 ψυχαγωγίαι
ψῡχαγωγίαι, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem nom /voc plψῡχαγωγίᾱͅ, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 ψυχαγωγίας
ψῡχαγωγίᾱς, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem acc plψῡχαγωγίᾱς, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ψυχαγωγίαις
ψῡχαγωγίαις, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem dat pl -
9 ψυχαγωγίαν
ψῡχαγωγίᾱν, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem acc sg (attic doric aeolic) -
10 ψυχαγωγίην
ψῡχαγωγίην, ψυχαγωγίαevocation of souls from the nether world: fem acc sg (epic ionic)
См. также в других словарях:
ψυχαγωγία — (I) η, ΝΜΑ τέρψη τής ψυχής και τού πνεύματος, αναψυχή (α. «μέσο ψυχαγωγίας» β. «πολλὴν ψυχαγωγίαν καὶ γέλωτα παρέχειν δυνάμενα», Λουκιαν.) νεοελλ. μσν. (σε λόγια κείμενα) είδος ερμηνείας τών αρχαίων λέξεων με την παράθεση συνωνύμων ή άλλων λέξεων … Dictionary of Greek
ψυχαγωγία — ψῡχαγωγίᾱ , ψυχαγωγία evocation of souls from the nether world fem nom/voc/acc dual ψῡχαγωγίᾱ , ψυχαγωγία evocation of souls from the nether world fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαγωγίᾳ — ψῡχαγωγίαι , ψυχαγωγία evocation of souls from the nether world fem nom/voc pl ψῡχαγωγίᾱͅ , ψυχαγωγία evocation of souls from the nether world fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψυχαγωγία — η διασκέδαση, αναψυχή: Χρειάζεται και λίγη ψυχαγωγία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek
ψυχαγωγικός — ή, ό / ψυχαγωγικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχαγωγός / ψυχαγωγία] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συμβάλλει στην ψυχαγωγία, ο ευάρεστος στην ψυχή και στο πνεύμα αρχ. θελκτικός, πειστικός. επίρρ... ψυχαγωγικώς / ψυχαγωγικῶς, ΝΜΑ, και ψυχαγωγικά Ν με τρόπο… … Dictionary of Greek
Κομέντια ντελ’ άρτε — (Commedia dell’ arte). Πολυσύνθετο θεατρικό φαινόμενο ιταλικής προέλευσης, του οποίου η γέννηση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 16ου αι. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη καθαυτό θεατρικού κειμένου, το οποίο αντικαθίσταται από μια υπόθεση με πολύ … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
περιδιάβαση — η / περιδιάβασις, άσεως, ΝΜ 1. περίπατος χωρίς συγκεκριμένο σκοπό αλλά για προσωπική ευχαρίστηση και ψυχαγωγία, σεργιάνι, περιδιάβασμα 2. ψυχαγωγία, διασκέδαση 3. χλευασμός, εμπαιγμός, περιγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιδιαβάζω. Η λ., στον λόγιο τ.… … Dictionary of Greek