-
1 ψυχίατρος
ο психиатр -
2 ψυχίατρος
[психиатрос] ουσ. а. психиатр.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψυχίατρος
-
3 ψυχίατρος
[психиатрос] ουσ α психиатр. -
4 ψυχίατρος
psychiatre -
5 ψυχίατρος
psychiatra (m) rzecz. -
6 ψυχίατρος
psychiatr -
7 ψυχίατρος
psychiatristΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ψυχίατρος
-
8 ruhçu
ψυχίατρος -
9 psychiatre
ψυχίατρος -
10 psychiatr
ψυχίατρος -
11 psychiatrist
ψυχίατρος -
12 psychiatra
ψυχίατρος -
13 психиатр
-
14 врач-психиатр
ο (γ)ιατρός ψυχίατρος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > врач-психиатр
-
15 психиатр
ο/η ψυχίατροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > психиатр
-
16 психиатр
психиатрм ὁ ψυχίατρος. -
17 psychiatrist
noun (a doctor who treats mental illness.) ψυχίατρος -
18 shrink
I [ʃriŋk] verb1) (to (cause material, clothes etc to) become smaller: My jersey shrank in the wash; Do they shrink the material before they make it up into clothes?) `μπαίνω`, μαζεύω/ βάζω στο νερό να μαζέψει2) (to move back in fear, disgust etc (from): She shrank (back) from the man.) τραβιέμαι3) (to wish to avoid something unpleasant: I shrank from telling him the terrible news.) δειλιάζω•- shrunken II [ʃriŋk] noun((slang) a psychiatrist.) ψυχίατρος,`τρελογιατρός` -
19 психиатр
[πσιχιάτρ] ουσ. α. ψυχίατρος -
20 психиатр
[πσιχιάτρ] ουσ α ψυχίατρος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ψυχίατρος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στην ψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychiatre (< ψυχή + ιατρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη] … Dictionary of Greek
ψυχίατρος — ο ο νευρολόγος γιατρός που ασχολείται με τη θεραπεία των ψυχοπαθειών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σαρκό — (Charcot). Επώνυμο δύο διάσημων Γάλλων επιστημόνων. 1. Ζαν Μαρτέν. Νευρολόγος και ψυχίατρος (Παρίσι 1825 Νιεβρ 1893), θεμελιωτής βασικών κατευθύνσεων της σύγχρονης νευροψυχιατρικής. Καθηγητής της παθολογικής ανατομίας σε ηλικία 35 ετών,… … Dictionary of Greek
ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… … Dictionary of Greek
κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… … Dictionary of Greek
νευροψυχίατρος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στη νευροψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropsychiatrist < νευρ(ο) * + ψυχίατρος] … Dictionary of Greek
παιδοψυχίατρος — ο, η ψυχίατρος που ασχολείται ειδικά με τις ψυχικές παθήσεις τών παιδιών … Dictionary of Greek
υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… … Dictionary of Greek
υπνοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ψυχικών ασθενειών. Πριν από πολλά χρόνια είχε αναγνωριστεί η θεραπευτική σημασία του ύπνου, η εφαρμογή όμως της υ. έγινε μετά την ανακάλυψη των υπνογόνων φαρμάκων. Η μέθοδος της υ.… … Dictionary of Greek
ψυχιατρείο — το, Ν [ψυχίατρος] θεραπευτήριο για ψυχοπαθείς … Dictionary of Greek
ψυχοβιολογία — η, Ν ψυχιατρική σχολή που θεμελίωσε ο Ελβετοαμερικανός ψυχίατρος Άντολφ Μάγιερ και η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως πλήρως ενιαία, από ψυχολογική και βιολογική άποψη, οντότητα, αλλ. βιοψυχολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychobiology… … Dictionary of Greek