Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ψυχίατρος

См. также в других словарях:

  • ψυχίατρος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στην ψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychiatre (< ψυχή + ιατρός). Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Ιγν. Μοσχάκη] …   Dictionary of Greek

  • ψυχίατρος — ο ο νευρολόγος γιατρός που ασχολείται με τη θεραπεία των ψυχοπαθειών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σαρκό — (Charcot). Επώνυμο δύο διάσημων Γάλλων επιστημόνων. 1. Ζαν Μαρτέν. Νευρολόγος και ψυχίατρος (Παρίσι 1825 Νιεβρ 1893), θεμελιωτής βασικών κατευθύνσεων της σύγχρονης νευροψυχιατρικής. Καθηγητής της παθολογικής ανατομίας σε ηλικία 35 ετών,… …   Dictionary of Greek

  • ιατρός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ήρωας της αρχαίας Αθήνας ο οποίος είχε θεραπευτικές ιδιότητες. Επονομαζόταν ο εν άστει για να διακρίνεται από τον εν Μαραθώνι, που λατρευόταν στην Ελευσίνα και ήταν γνωστός και με το όνομα Αριστόμαχος. Το ιερό του Ι.… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • νευροψυχίατρος — ο, η γιατρός ειδικευμένος στη νευροψυχιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neuropsychiatrist < νευρ(ο) * + ψυχίατρος] …   Dictionary of Greek

  • παιδοψυχίατρος — ο, η ψυχίατρος που ασχολείται ειδικά με τις ψυχικές παθήσεις τών παιδιών …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • υπνοθεραπεία — (Ιατρ.). Μέθοδος που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων ψυχικών ασθενειών. Πριν από πολλά χρόνια είχε αναγνωριστεί η θεραπευτική σημασία του ύπνου, η εφαρμογή όμως της υ. έγινε μετά την ανακάλυψη των υπνογόνων φαρμάκων. Η μέθοδος της υ.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρείο — το, Ν [ψυχίατρος] θεραπευτήριο για ψυχοπαθείς …   Dictionary of Greek

  • ψυχοβιολογία — η, Ν ψυχιατρική σχολή που θεμελίωσε ο Ελβετοαμερικανός ψυχίατρος Άντολφ Μάγιερ και η οποία θεωρεί τον άνθρωπο ως πλήρως ενιαία, από ψυχολογική και βιολογική άποψη, οντότητα, αλλ. βιοψυχολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. psychobiology… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»