Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ψυκτικός

См. также в других словарях:

  • ψυκτικός — cooling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικός — ή, ό / ψυκτικός, ή, όν, ΝΑ [ψύχω (II)] αυτός που επιφέρει ή προκαλεί ψύξη (α. «ψυκτικά μηχανήματα» οι κλιματιστικές εγκαταστάσεις β. «πόματα ψυκτικά», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο ψυκτικός τεχνίτης ειδικευμένος στην κατασκευή ή την… …   Dictionary of Greek

  • ψυκτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ψύξη, πάγωμα: Πήρε ψυκτικές μηχανές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψυκτικά — ψυκτικός cooling neut nom/voc/acc pl ψυκτικά̱ , ψυκτικός cooling fem nom/voc/acc dual ψυκτικά̱ , ψυκτικός cooling fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικώτερον — ψυκτικός cooling adverbial comp ψυκτικός cooling masc acc comp sg ψυκτικός cooling neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικῶν — ψυκτικός cooling fem gen pl ψυκτικός cooling masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικόν — ψυκτικός cooling masc acc sg ψυκτικός cooling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικώτατον — ψυκτικός cooling masc acc superl sg ψυκτικός cooling neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικαί — ψυκτικός cooling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικοῖς — ψυκτικός cooling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψυκτικοῖσι — ψυκτικός cooling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»