ψούδια — και δ. γρφ ψουδία και σε κώδ. ψοδία, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Κρήτες και κυρίως στον τ. ψουδία) «ψευδῆ» 2. «Λάκωνες δὲ τὸν στόμαχον» … Dictionary of Greek
ψόδιος — ία, ον, Α (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) ψόδιον «σκολιόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψούδια] … Dictionary of Greek