Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ψοφώ

См. также в других словарях:

  • ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… …   Dictionary of Greek

  • ψοφώ — και ψοφάω ψόφησα 1. σχετικά με ζώα, πεθαίνω. 2. σχετικά με ανθρώπους, πεθαίνω σαν ζώο: Ψόφησε ο παλιοτοκογλύφος. 3. κατέχομαι από μεγάλη εξάντληση: Ψοφάει από το κρύο. 4. επιθυμώ πολύ κάτι: Αυτός ψοφάει για χορό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψοφῶ — ψοφέω sound pres subj act 1st sg (attic epic doric) ψοφέω sound pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφῳ — ψόφος noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόφωι — ψόφῳ , ψόφος noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αψόφητος — η, ο (Α ἀψόφητος, ον) νεοελλ. 1. (περιφρονητικά) αυτός που δεν πέθανε ακόμη 2. αυτός που πεθαίνει δύσκολα («αψόφητη γάτα») αρχ. αθόρυβος, ήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. αψόφητος < α στερ. + ψοφώ «κάνω θόρυβο, κρότο» το νεοελλ. αψόφητος < α στερ.… …   Dictionary of Greek

  • EXECESTUS — Phocensium tyrannus duos gestabat incantatos annulos, quorum sonitu, quem invicem inter se edebant, rerum gerendarum tempus sciebat, mortuus tamen est dolo interfectus, etiamsi id ei prius significasser sontus. Arist ubi de Rep. Phocensium, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επιψοφώ — ἐπιψοφῶ, έω (Α) 1. θορυβώ ταυτόχρονα κι εγώ 2. επιδοκιμάζω με θόρυβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ψοφώ «θορυβώ» (< ψόφος «θόρυβος»)] …   Dictionary of Greek

  • καταψοφώ — καταψοφῶ, έω (Α) 1. γεμίζω κάτι με θόρυβο, κάνω κάτι να αντηχήσει από θορύβους («φιλήματι καταψοφοῡσι τὰς ἐκκλησίας», Κλήμ.) 2. κάνω μεγάλο θόρυβο, δημιουργώ βροντώδη κρότο («θεὸς καταψοφεῑ βρονταῑς», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψοφῶ «αντηχώ …   Dictionary of Greek

  • μεγαλοψόφητος — μεγαλοψόφητος, ον (Α) 1. (για τα κύματα που παφλάζουν) αυτός που ηχεί δυνατά, παταγώδης 2. μτφ. αυτός που θρηνεί δυνατά, μεγαλοφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ψόφητος (< ψοφῶ «προκαλώ θόρυβο»), πρβλ. α ψόφητος] …   Dictionary of Greek

  • παραψοφώ — έω, Α (κατά τον Ησύχ.) (για ήχο) διαψοφώ*, είμαι υπόκωφος, συγκεχυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψοφῶ «ηχώ, χτυπώ» (< ψόφος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»