-
1 ψόα
-
2 ψύα
-
3 ψόα
ψόα, ἡ, plur. ψόαι, ψοιαί, αἱ, die Lendengegend, das Lendenfleisch, bis in die Gegend der Nieren, bes. die innern Lendenmuskeln
См. также в других словарях:
ψόα — η, ΝΜΑ, και ψύα ΜΑ, και ψυά και ιων. τ. ψύη και ψοιά και ψοία και ψυία και τ. πληθ. ψίαι και ψειαί Α (κυρίως στον πληθ.) οι ψόες και αἱ ψόαι οι μύες τής οσφυϊκής χώρας που εκτείνονται μέχρι την περιοχή τών νεφρών νεοελλ. 1. κρέας σφαγίου από την… … Dictionary of Greek