-
1 моросить
-
2 моросить
-йтρ.δ. ψιλοβρέχω, ψιχαλίζω•на двор -ит στην αυλή ψιχαλίζει•
дождь -ит ρίχνει ψιλή βροχή, ψιχαλίζει.
-
3 закапать
закапа||тьсов1. (начать капать) ἀρχίζω νά στἀζω, ἀρχίζω νά σταλάζω:дождь \закапатьл ἄρχισε νά ψιχαλίζει·2. см. закапывать II. -
4 зарядить
зарядить Iсов см. заряжать.заряди́||ть IIсов разг:с утра \зарядитьл мелкий дождь ἀπ'τό πρωί ψιχαλίζει ἀδιάκοπα· \зарядить одно и то́ же κοπανάω τά ίδια καί τά ίδια. -
5 капать
кап||атьнесов в разн. знач. στάζω, σταλάζω:пот \капатьает со лба στάζει ίδρωτας ἀπό τό μέτωπο· дождь \капатьает ψιχαλίζει· ◊ над нами не \капатьлет разг δέν μᾶς κυνηγάει κανείς. -
6 крапать
крапа||тьнесов:\крапатьет дождь ψιχαλίζει. -
7 моросить
мороси́||тьнесов ψιχαλίζω:дождь \мороситьт ψιχαλίζει, πέφτει ψιλή βροχή. -
8 накрапывать
накрапыва||тьнесов ψιχαλίζω:\накрапыватьет дождь ἀρχίζει νά ψιχαλίζει. -
9 крапать
[κράπατ'] ρ. ψιχαλίζει -
10 моросит
[μαρασίτ] ρ. ψιχαλίζει -
11 крапать
[κράπατ'] ρ ψιχαλίζει -
12 моросит
[μαρασίτ] ρ ψιχαλίζει -
13 дождь
дождь 1-я α.1. βροχή, υετός•проливной -νεροποντή, όμβρος•
дождь идёт βρέχει•
дождь моросит ψιχαλίζει•
дождь перестал η βροχή σταμάτησε•
собирается дождь ο καιρός είναι για βροχή•
мелкий дождь ψιλή βροχή•
дождь льт как из ведра βρέχει με το τουλούμι, ρίχνει με τ' ασκί, ρίχνει καρεκλοπόδαρα•
переждать дождь αφήνω (περιμένω)να περάσει (να σταματήσει) η βροχή.
2. μτφ. πλήθος, αφθονία•дождь вопросов βροχή ερωτημάτων•
дождь похвал σωρός επαίνων.
дождь 2επίρ.βροχηδόν.εκφρ.золотой дождь – μεγάλο κελεπούρι.
См. также в других словарях:
ψιχαλίζει — (ως απρόσ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψιχαλίζει — ψιχάλισε, απρόσ., πέφτει λεπτή βροχή: Πάρε την ομπρέλα σου, γιατί ψιχαλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψιχαλίζει — Ν [ψιχάλα] (τριτοπρόσ.) ρίχνει ψιλή βροχή … Dictionary of Greek
ψεκάζω — ΝΑ, και ψακάζω Α [ψεκάς / ψακάς] νεοελλ. εκσφενδονίζω υγρό με ψεκαστήρα, ραντίζω («ψέκασα τις ελιές») αρχ. 1. βρέχω με μικρές σταγόνες, ψιλοβρέχω 2. (κυρίως τριτοπρόσ.) ψακάζει ψιχαλίζει, ψιλοβρέχει 3. παθ. ψακάζομαι υγραίνομαι με ψιλή βροχή … Dictionary of Greek
ψιλοβρέχει — Ν (τριτοπρόσ.) βρέχει λίγο, ψιχαλίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο * + βρέχει] … Dictionary of Greek
ψιχάλισμα — το, Ν [ψιχαλίζει] η πτώση ψιλής βροχής, ψιχαλητό … Dictionary of Greek
ψιχαλιστός — ή, ό, Ν [ψιχαλίζει] (για υγρό) αυτός που πέφτει σε συνεχείς σταγόνες … Dictionary of Greek