1 ψινάζω
ψινάζω, = ψίω, Gramm.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ψινάζω
ψινάζω — και ψεινάζω και ψηνάζω Α (κατά τον Ησύχ.) «ψινάζει ἀπορρεῑ τὰ ἀσθενῆ τοῡ καρποῡ, φυλλορροεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού ψίνομαι «ρίχνω τα φύλλα μου» (βλ. λ. ψίνω)] … Dictionary of Greek
ψεινάζω — Α βλ. ψινάζω … Dictionary of Greek