-
1 ψιλως
1) голословно, бездоказательно(λέγειν Plat.)
2) просто, толькоἡ τοῦ λόγου ψ. δύναμις Plut. — одна лишь сила красноречия
3) грам. с непридыхательной буквой
См. также в других словарях:
ψιλώς — Α επίρρ. βλ. ψιλός … Dictionary of Greek
ψιλῶς — ψῑλῶς , ψιλός bare adverbial ψῑλῶς , ψιλόω strip bare pres ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
εψιλωμένως — ἐψιλωμένως (Α) επίρρ. ψιλώς, χωρίς χρώμα, χωρίς ζωηρό τόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εψιλωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. ψιλόομαι ούμαι] … Dictionary of Greek
ιήιος — ἰήϊος, ον, θηλ. και ἰηΐα (Α) 1. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Ἰήϊος επίθ. τού Απόλλωνος, τού θεού τον οποίο επικαλούνταν οι λάτρεις του με την κραυγή ἰὴ ή ἰὴ παιών, ἰὴ παιάν 2. επίπονος, θλιβερός, λυπηρός 3. φρ. «ἰήϊος βοά» και «ἰήϊος γόος» κραυγή… … Dictionary of Greek
προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω … Dictionary of Greek