Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ψιλόταπις

См. также в других словарях:

  • ψιλόταπις — και ψιλοδάπις, άπιδος, ἡ, Α κουρεμένος τάπητας, χαλί με κομμένο πέλος, χωρίς χνούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + τάπις / δάπις] …   Dictionary of Greek

  • ψιλοταπίδων — ψιλόταπις a smooth carpet fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοτάπιδα — ψιλόταπις a smooth carpet fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοτάπιδας — ψιλόταπις a smooth carpet fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοτάπιδες — ψιλόταπις a smooth carpet fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοτάπιδι — ψιλόταπις a smooth carpet fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλοτάπισιν — ψιλόταπις a smooth carpet fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιτάπης — ἀμφιτάπης ( ητος), ο και ἀμφίταπις ( ιδος), η και ἀμφίταπος ( ου), ο (Α) κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + τάπης. Ως β συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως ταπις, ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως ταπος, ου] …   Dictionary of Greek

  • ψιλόδαπις — άπιδος, ἡ, Α βλ. ψιλόταπις …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»