-
1 ψιλομετρια
ἥ чисто метрическая поэзия (т.е. поэзия без музыкального или вокального сопровождения) Arst.
См. также в других словарях:
ψιλομετρία — ἡ, Α 1. η επική ποίηση που δεν συνοδεύεται από μουσική, σε αντιδιαστολή προς την λυρική 2. πεζός λόγος, πεζογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + μετρία (< μετρος < μέτρον), πρβλ. γεω μετρία] … Dictionary of Greek
ψιλομετρίας — ψῑλομετρίᾱς , ψιλομετρία verse not accompanied by music fem acc pl ψῑλομετρίᾱς , ψιλομετρία verse not accompanied by music fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μετρία — (Α μετρία) β συνθετικό πλήθους επιστημονικών ιδίως όρων που προήλθαν στην Αρχαία από ουσιαστικά σε μέτρης ή μετρος (βλ. λ. μέτρο). Οι νεώτεροι όροι είναι συνήθως αντιδάνειοι και στα δύο συνθετικά (ακτινο μετρία, πρβλ. γαλλ. actino metrie γωνιο… … Dictionary of Greek
ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… … Dictionary of Greek
ψιλομετρίαν — ψῑλομετρίᾱν , ψιλομετρία verse not accompanied by music fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)