Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ψιθυριστής

См. также в других словарях:

  • ψιθυριστής — whisperer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστής — ὁ, Α [ψιθυρίζω] 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Έρωτος) αυτός που ψιθυρίζει 2. υβριστής, συκοφάντης («μεστοὺς φθόνου, ἔριδος, δόλου, ψιθυριστάς, καταλάλους», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

  • ψιθυρισταί — ψιθυριστής whisperer masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστοῦ — ψιθυριστής whisperer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστήν — ψιθυριστής whisperer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστῶν — ψιθυριστής whisperer masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιθυριστάς — ψιθυριστά̱ς , ψιθυριστής whisperer masc acc pl ψιθυριστά̱ς , ψιθυριστής whisperer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψίθυρος — ο / ψίθυρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα 2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων») 3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. 1. αυτός που ψιθυρίζει 2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα,… …   Dictionary of Greek

  • ψιθυριστικός — ή, όν, Α [ψιθυριστής] συκοφαντικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»