-
1 ψιθυριστης
-
2 ψιθυριστής
{сущ., 1}шептун, тайный клеветник, сплетник.Синонимы: 2637 ( κατάλαλος).Ссылки: Рим. 1:29.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψιθυριστής
-
3 ψιθυριστής
{сущ., 1}шептун, тайный клеветник, сплетник.Синонимы: 2637 ( κατάλαλος).Ссылки: Рим. 1:29.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ψιθυριστής
-
4 ψιθυριστής
ο шептун, распространитель слухов -
5 ψιθυριστής
шептун, тайный клеветник, сплетник; син. κατάλαλοςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ψιθυριστής
-
6 κατάλαλος
наговорщик, клеветник, хулитель; син. ψιθυριστής.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κατάλαλος
-
7 2637
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2637
-
8 κατάλαλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάλαλος
-
9 κατάλαλος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κατάλαλος
-
10 5588
{сущ., 1}шептун, тайный клеветник, сплетник.Синонимы: 2637 ( κατάλαλος).Ссылки: Рим. 1:29.*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5588
См. также в других словарях:
ψιθυριστής — whisperer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριστής — ὁ, Α [ψιθυρίζω] 1. (συν. ως προσωνυμία τού Ερμού και τού Έρωτος) αυτός που ψιθυρίζει 2. υβριστής, συκοφάντης («μεστοὺς φθόνου, ἔριδος, δόλου, ψιθυριστάς, καταλάλους», ΚΔ) … Dictionary of Greek
ψιθυρισταί — ψιθυριστής whisperer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριστοῦ — ψιθυριστής whisperer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριστήν — ψιθυριστής whisperer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριστῶν — ψιθυριστής whisperer masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιθυριστάς — ψιθυριστά̱ς , ψιθυριστής whisperer masc acc pl ψιθυριστά̱ς , ψιθυριστής whisperer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίθυρος — ο / ψίθυρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα 2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων») 3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. 1. αυτός που ψιθυρίζει 2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα,… … Dictionary of Greek
ψιθυριστικός — ή, όν, Α [ψιθυριστής] συκοφαντικός … Dictionary of Greek