Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ψιά

См. также в других словарях:

  • ψιά — ψιά̱ , ψιά play fem nom/voc/acc dual ψιά̱ , ψιά play fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ψιάς drop fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψία — ψίᾱ , ψιάω pres imperat act 2nd sg ψίᾱ , ψιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιά — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χαρά, γελοίασμα, παίγνια». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. ἑψία* «διασκέδαση, ψυχαγωγία», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος] …   Dictionary of Greek

  • ψιάς — ψιά̱ς , ψιά play fem acc pl ψιάς drop fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ДЕНЬ —    • Dies, ήμέρα          (ср. также Άφετοι ήμέραι, Афеты, II), означает и Д. естественный (naturalis), и Д. гражданский (civilis). Под первым разумеется время от восхода до заката солнца, а время от заката до восхода солнца называется ночью,… …   Реальный словарь классических древностей

  • φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»