-
1 ψηφοπαίκται
-
2 ψηφοπαῖκται
См. также в других словарях:
ψηφοπαῖκται — ψηφοπαίκτης one who juggles with pebbles masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ψηφοπαίκται
2 ψηφοπαῖκται
ψηφοπαῖκται — ψηφοπαίκτης one who juggles with pebbles masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)