Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ψηφιδοφόρος

См. также в других словарях:

  • ψηφιδοφόρος — ψηφῑδοφόρος , ψηφιδοφόρος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψηφιδοφόρος — ον, Α ψηφοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίς, ῖδος + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»