-
1 ψηφιδοφορος
См. также в других словарях:
ψηφιδοφόρος — ψηφῑδοφόρος , ψηφιδοφόρος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψηφιδοφόρος — ον, Α ψηφοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηφίς, ῖδος + φόρος*] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek