-
1 ψηροπυρίτας
A = αὐτόπυρος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψηροπυρίτας
-
2 πυρίεφθον
Aτοὺς πυριέφθας Ath.14.658d
cod. A, and Hsch. has πυρὶ ἔφθαι (sic)· τὸ πρῶτον γάλα, and πυριεφθής as gloss on ξηροπυρίτας, s.v. ψηροπυρίτας), cf. Gal.6.694, Poll.1.248, Eust.1626.6 (ubi vulg. πύρεφθον), Phot., etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πυρίεφθον
См. также в других словарях:
ψηροπυρίτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «αὐτόπυρος ἄρτος οἱ δὲ πυριεφθής, οἱ δὲ κακός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηρός + πυρίτης (II) «σταρένιο ψωμί»] … Dictionary of Greek