-
1 pişmiş
ψημένος -
2 pişkin
ψημένος, αναίσχυντος -
3 печёный
-
4 жжёный
επ.καμένος, ψημένος•-ое кофе ψημένος καφές•
-ая пробка καμένη (ηλεκτρική) ασφάλεια•
-ая известь σβησμένη ασβέστη.
-
5 жареный
жар||еныйприл ψημένος, ψητός, κα-βουρδισμένος / τηγανητός (на сковороде):\жареныйеное мясо τό ψητό· \жареный картофель ὁ£ ψητίς, οἱ τηγανητές πατάτες· \жареный ко́фе ὁ καβουρδιστός καφές. -
6 жженый
жжен||ыйприл καμένος, κεκαυμένος, ψημένος:\жженый сахар ἡ καμένη ζάχαρη· \жженый кофе ὁ καβουρδισμένος καφές· \жженыйая известь ὁ σβυσμένος ἀσβεστης. -
7 печеный
печеныйприл ψημένος, ψητός. -
8 roast
[rəust] 1. verb1) (to cook or be cooked in an oven, or over or in front of a fire etc: to roast a chicken over the fire; The beef was roasting in the oven.) ψήνω/-ομαι2) (to heat (coffee-beans) before grinding.) καβουρδίζω2. adjective(roasted: roast beef/chestnuts.) ψητός, ψημένος/ καβουρδισμένος3. noun(meat that has been roasted or is for roasting: She bought a roast; a delicious roast.) ψητό (κρέας)- roasting -
9 жареный
[ζάρινυϊ] εκ. ψημένος -
10 жареный
[ζάρινυϊ] επ ψημένος -
11 дублёный
επ.1. βυρσοδεψημένος, κατεργασμένος, αργασμένος•-ая кожа κατεργασμένο δέρμα.
2. σκληρός, ψημένος, καμένος (γυα δέρμα προσώπου κλπ.). -
12 жаренный
επ., βρ: -рен, -а, -о.1. ψητός, ψημένος•-ая баранина ψητό πρόβειο κρέας.
|| τηγανιστός, -μένος•-ая картошка τηγανιστές πατάτες.
2. ουσ. ουδ. жареное παλ. βλ. жаркое. -
13 калёный
επ.1. πυρακτωμένος.2. ψημένος•-ые семечки ψημένα σπόρια•
-ые орхи ψημένα καρύδια.
3. ατσαλωμένος, χαλυβδωμένος.εκφρ.- ым железом выжечь – καταστρέφω δια πυρός και σιδήρου -
14 кофе
α. άκλ.1. η καφέα.2. ο καφές•жареный кофе ψημένος καφές•
молоть кофе στουμπίζω, τρίβω καφέ•
ячменный кофе κριθαρένιος καφές•
кофе в зёрнах ανάλεστος καφές•
варить кофе φτιάχνω καφέ•
пить кофе πίνω καφέ•
утренний кофе πρωινός καφές•
кофе с молоком γάλα με καφέ•
кофе со сливкой καφές με κρέμα•
любитель кофе καφεπότης.
-
15 наторелый
επ. (απλ.) έμπειρος, ψημένος, ξεσκολισμένος, πολύπειρος, πολύζερος, μαθός. -
16 печёный
επ.ψητός, ψημένος•печёный картофель ψημένες πατάτες•
-ые яйца ψημένα αυγά.
-
17 поджаристый
επ. βρ: -рист, -а, -о1. (λίγο, ελαφρά) καβουρδισμένος, τσιγαρισμένος, κοκκινισμένος, ψημένος.2. βλ. поджарый. -
18 подовый
κ. подовойεπ.1. υποκείμενος, ο αποκάτω, ο κάτωθεν•-ое отверстие η αποκάτω οπή.
|| με σταχτοδόχη, που έχει σταχτοδόχη•-ая печь θερμάστρα με σταχτοδόχη.
2. ψημένος στη σχάρα της θερμάστρας. -
19 птица
-ы θ.1. πτηνό, πουλί•домашние -ы οικόσιτα πτηνά•
хишные -ы αρπαχτικά πτηνά•
морская птица θαλασσοπούλι.
2. ειρν. κοινωνικός παράγοντας.εκφρ.обстрелянная (стрелянная) птица – έμπειρος, πεπειραμένος, ψημένος• μπαρουτοκαπνισμένος•жить как небесная птица – ζω σαν το πουλί του ουρανού (αμέριμνα, όσα παν κι όσα έρθουν). -
20 стреляный
επ.1. σκοτωμένος με πυροβολισμό.2. πυροβολισμένος, τουφεκισμένος•-ая птица τουφεκισμένο πουλί (πολύ φοβισμένο).
|| μπαρουτοκαπνισμένος•стреляный боец μπαρουτοκαπνισμένος μαχητής.
|| πεπειραμένος, ψημένος.3. μεταχειρισμένος•стреляный пистолет μεταχειρισμένο πιστόλι (όχι καινούριο).
εκφρ.стреляный воробей ή зверь – πολύπειρος (σαν το πουλί ή το θηρίο, που πολλές φορές πυροβολήθηκε).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ημίοπτος — ἡμίοπτος, ον (Α) μισοψημένος, ατελώς ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + οπτός «ψημένος»] … Dictionary of Greek
κάτοπτος — (I) η, ο (Α κάτοπτος, ον) ορατός από παντού, περίοπτος («κάτοπτον δ ἐ πολλοῡ τοῑς προσπλέουσι», Στράβ.) αρχ. αυτός που βρίσκεται πάνω από κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οπτος (< ὀπτός < θ. ὀπ τού ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. έπ οπτος, περί… … Dictionary of Greek
οπταλέος — ὀπταλέος, α, ον (Α) οπτός, ψημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (ΙΙ) «ψημένος» + επίθημα αλέος (πρβλ. εφθ αλέος)] … Dictionary of Greek
οπτανός — ὀπτανός, ή, όν (Α) 1. ψητός, ψημένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀπτανά κρέας κατάλληλο για ψήσιμο στη φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτός (II) «ψημένος» + επίθημα ανός (πρβλ. εψ ανός, στεγ ανός). Για την εναλλαγή τών επιθημάτων με λ και ν στους τ. ὀπτα … Dictionary of Greek
οπτός — (I) ὀπτός, ή, όν (Α) ορατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οπ (βλ. λ. όπωπα) + κατάλ. τός (πρβλ. μνη τός)]. (II) ή, ό (Α ὀπτός, ή, όν) αυτός που έχει υποστεί όπτηση, ψητός, ψημένος («σῑτός τε κρέα τ ὀπτά», Ομ. Οδ.) νεοελλ. φρ. «οπτή γη» ψημένος πηλός,… … Dictionary of Greek
πάνεφθος — ον, Α 1. ο πάρα πολύ βρασμένος ή ψημένος 2. (για μέταλλα) πάρα πολύ καθαρισμένος, απαλλαγμένος από κάθε ξένη πρόσμιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἑ φθός «βρασμένος, ψημένος, καθαρός» (για μέταλλα)] … Dictionary of Greek
ψήνω — ΝΜ, και ψένω Ν 1. υποβάλλω κάτι στην επίδραση τής φωτιάς 2. βράζω ή μαγειρεύω νεοελλ. 1. ζεσταίνω πάρα πολύ («μάς έψησε η ζέστη») 2. μτφ. ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μέ έψησε τόσα χρόνια με τη γκρίνια του» β. «ψήνεται στον πυρετό») 3. πείθω,… … Dictionary of Greek
Frachthi — Höhle von Franchti mit eingezeichneter Kletterroute. Die Höhle von Franchthi (griechisch Φράγχθι) liegt an einer Bucht gegenüber Kilada (Koordinaten von Kilada … Deutsch Wikipedia
Franchthi — Höhle von Franchti mit eingezeichneter Kletterroute. Die Höhle von Franchthi (griechisch Φράγχθι) liegt an einer Bucht gegenüber Kilada in der Argolis auf der Peloponnes (Griechenland). Sie war von der Mitte des Paläolithikums (ca. 30.000 v … Deutsch Wikipedia
Franchti — Höhle von Franchti mit eingezeichneter Kletterroute. Die Höhle von Franchthi (griechisch Φράγχθι) liegt an einer Bucht gegenüber Kilada (Koordinaten von Kilada … Deutsch Wikipedia
έμπυρος — η, ο (AM ἔμπυρος, ον) ο υπερβολικά θερμός, πολύ ζεστός (α. «πλεῑστον τοῡ θέρους ἔμπυρος οὖσα ἡ χώρα καὶ καυματηρά», Στράβ. β. «ὑπὸ τῆς ἐμπύρου ἀγάπης») μσν. αναμμένος («λαμπάδα ἔμπυρον», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για σκεύη) αυτός που τοποθετείται πάνω… … Dictionary of Greek