Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψηλός

  • 1 высокий

    высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος
    * * *
    1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)

    высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος

    высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση

    высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός

    высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές

    2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος
    ••

    Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη

    высо́кий гость — ο υψηλός ξένος

    Русско-греческий словарь > высокий

  • 2 выше

    выше 1. (сравн. ст. от высокий) ψηλότερος, πιο ψηλός 2. нареч. 1) (сверх) ψηλότερα, πιο ψηλά 2) (более) πάνω από, παραπάνω
    * * *
    1. сравн. ст. от высокий
    ψηλότερος, πιο ψηλός
    2. нареч.
    1) ( сверх) ψηλότερα, πιο ψηλά
    2) ( более) πάνω από, παραπάνω

    Русско-греческий словарь > выше

  • 3 вышина

    вышина ж το ύψος, το ψήλος
    * * *
    ж
    το ύψος, το ψήλος

    Русско-греческий словарь > вышина

  • 4 верхний

    верхн||ий
    прил
    1. ἐπάνω, ἄνω, ψηλός:
    \верхний этаж τό ἐπάνω πάτωμα τοῦ σπιτιοῦ· \верхнийие ио́ты οἱ ψηλές νότες· \верхний регистр муз. ἡ μείζων κλίμακα·
    2. геогр. ἄνω:
    \верхнийее течение реки́ τό ἐπάνω ρεύμα (или ὁ ἄνω ρους) τοῦ πόταμου· \верхнийяя Волга ὁ ἄνω Βόλγας·
    3. (об одежде):
    \верхнийее платье τό πανωφόρι· ◊ \верхнийяя палата полит ἡ "Ανω Βουλή.

    Русско-новогреческий словарь > верхний

  • 5 высота

    высот||а
    ж
    1. τό ὕψος, τό ψήλος:
    \высота иад уровнем мо́ря τό ὑψόμετρο, ὁ ὑψο-δείκτης· \высота полета ἀβ. τό ὑψος· πτήσης· набирать \высотау́ ἀβ. ἀνεβαίνω ψηλά· \высота тона τό ὕψος τῆς φωνής· в \высотае́ στά ὕψη· с \высотаы ἀπό τό ὕψος, ἐξ ὕψους·
    2. (возвышенность) τό ὑψωμα:
    горные высоты τά ὁρεινά ὕψη, τά κορφοβούνια· ◊ командные высоты τά ήνία τής ἐξουσίας· быть на \высотае положения εἶμαι (или στέκομαι) στό ὕψος τών περιστάσεων.

    Русско-новогреческий словарь > высота

  • 6 выше

    выше
    1. (сравнит, ст. от высокий и высоко) (ὐ)ψηλότερα, πιό ψηλά, πάνω, παραπάνω:
    \выше ростом πιό (ὐ)ψηλός στό ἀνάστημα· \выше головы πάνω ἀπ' τό κεφάλί
    2. нареч (сверх) ἄνω, πάνω, πέραν, παραπάνω:
    температу́ра \выше нули θερμοκρασία πάνω ἀπό τό μηδέν' дети десяти лет и \выше παιδιά δέκα ἐτῶν καί ἄνω· э́то \выше моих сил εἶναι ὑπεράνω τῶν δυνάμεων μου· ◊ быть \выше чего-л. εἶμαι ὑπεράνω· как сказано \выше ὀπως είπώθηκε παραπάνω· выше ста рублей παραπάνω (или πάνω) ἀπό ἐκατό ρούβλια· э́то \выше моих сил αὐτό ξεπερνάει (или εἶναι πάνω ἀπό) τις δυνάμεις μου, αὐτό εἶναι πέραν τῶν δυνάμεων μου.

    Русско-новогреческий словарь > выше

  • 7 вышина

    вышин||а
    ж τό ὕψος, τό ψήλος:
    \вышина-о́й в двадцать метров ὕψους είκοσι μέτρων.

    Русско-новогреческий словарь > вышина

  • 8 еще

    еще
    нареч в разн. знач. ἀκόμα, ἀκό-μη:
    налей мне \еще стакан чаю βάλε μου ἀκόμα ἕνα ποτήρι τσάΓ он стал \еще выше ψήλωσε κι· ἄλλο, ἔγινε ἀκόμα πιό ψηλός \еще раз ἄλλη μιά φορά, ἀκόμα μιά φορά· \еще и \еще ἀκόμα παραπάνω, δσα θές·\еще нет ὄχι ἀκόμα· я \еще не устал ἀκόμα δέν κουράστηκα· все \еще ἀκόμα, ὡς τώρα, μέχρι στιγμής· э́то было \еще летом αὐτό συνέβη τό καλοκαίρι ἀκόμα· \еще и сеи́час καί τώρα ἀκόμα· ◊ \еще бы! βέβαια!, ἀσφαλώς!· вот \ещеΙ νἄτα μας!, ὀρίστε μας!, αὐτό μᾶς Ελειπε!

    Русско-новогреческий словарь > еще

  • 9 рослый

    рослый
    прил μεγαλόσωμος, ψηλός.

    Русско-новогреческий словарь > рослый

  • 10 самый

    са́м||ый
    мест.
    1. (в смысле «именно), <исак раз») αὐτός ὁ ἰδιος, ὁ ἰδιος, αὐτός ούτος:
    тот же \самый αὐτός ὁ ἰδιος· это то же \самыйое εἶναι ἕνα καί τό αὐτό, τό ίδιο· с \самыйого начала ἐξ ἀρχής, ἀπό τήν ἀρχή· около \самыйого дома δίπλα ἀκριβώς στό σπίτι·
    2. (в смысле «сам по себе») αὐτός καθ' ἐαυτός:
    \самый факт появления этой книги меня удивил τό γεγονός καί μόνο τής ἐκδοσης αὐτοδ τοδ βιβλίου μέ ἐξέ· πληξε·
    3. (для образования превосх. ст.) ὁ πιό, ὁ πλέον:
    \самый высокий ὁ πιό (^ψηλός· это \самый холодный день εἶναι ἡ πιό κρύα μέρα· ◊ в \самый раз разг ἀκριβως· в \самыйом деле, на \самыйом деле πραγματι-κά [-ῶς], τῶ δντι, στήν πραγματικότητα· в \самыйом деле? ἀλήθεια;

    Русско-новогреческий словарь > самый

  • 11 высокий

    [βυσόκιΐ] εκ ψηλός

    Русско-греческий новый словарь > высокий

  • 12 рослый

    [ρόσλυϊ] εκ. μεγαλόσωμος, ψηλός

    Русско-греческий новый словарь > рослый

  • 13 высокий

    [βυσόκιϊ] εκ ψηλός

    Русско-эллинский словарь > высокий

  • 14 рослый

    [ρόσλυϊ] επ μεγαλόσωμος, ψηλός

    Русско-эллинский словарь > рослый

  • 15 верста

    -ы, αιτ. версту, κ. версту, πλθ. версты, верст θ.
    1. βέρστιο(ν).
    2. οδικός στύλος των βερστίων.
    3. άνθρωπος ψηλός, κρεμανταλάς, τηλεγραφόξυλο.
    εκφρ.
    за версту – από πολύ μακριά•
    не могу с тобой за версту разговаривать – δεν μπορώ με σένα να μιλώ από ένα χιλιόμετρο μακριά.

    Большой русско-греческий словарь > верста

  • 16 верхний

    -яя, -ее, επ.
    1. ο (ε)πάνω, ο άνω•

    верхний этаж το πάνω πάτωμα.

    2. (για ποτάμια) ο άνω•

    -ее течение ο άνω ρους.

    3. (για ενδυμασία) εξωτερικός•

    -яя одежда τα εξωτερικά ενδύματα.

    4. (για ήχους) ψηλός.
    εκφρ.
    - ее чутье – (για σκυλιά) όσφρηση αποτον αέρα (όχι από τα ίχνη).

    Большой русско-греческий словарь > верхний

  • 17 видный

    επ., βρ: виден, видна, видно, видны, κ. видны.
    1. ορατός, θεατός•

    дом виден издали το σπίτι φαινόταν από μακριά.

    || περίοπτος, περίβλεπτος•

    -ое место περίοπτη θέση.

    2. επιφανής, διάσημος, διακεκριμένος•

    видный ученый διακεκριμένος επιστήμονας.

    3. ψηλόσωμος•

    видный мужчина ψηλός άντρας.

    Большой русско-греческий словарь > видный

  • 18 высокий

    επ., βρ: -сок, -сока, -соко/ καιо/ко, -соки/ καιо/ки; выше; высший κ. высочайший.
    1. (υ)ψηλός, υψιτενής•

    высокий дом ψηλό σπίτι•

    высокий рост μεγάλο ανάστημα•

    -ая гора ψηλό βουνό•

    высокий потолок ψηλή οροφή•

    -ое дерево ψηλό δέντρο.

    2. μεγάλος•

    высокий урожай μεγάλη σοδειά•

    -ое напряжение υψηλή τάση (ηλεκ. ρεύματος)•

    -ая производительность труда υψηλή παραγωγικότητα της δουλειάς•

    -ое давление μεγάλη πίεση•

    -ая температура υψηλή θερμοκρασία.

    3. πολύ καλός, εξαιρετικός• άριστος•

    -ая оценка υψηλή εκτίμηση•

    товар -го качества εμπόρευμα εξαιρετικής ποιότητας.

    4. πολύ μεγάλος•

    -ая честь μεγάλη τιμή•

    высокий пост μεγάλο πόστο•

    -ое звание υψηλός τίτλος•

    -ая награда μεγάλο βραβείο•

    высокий гость ο μεγάλος φιλοξενούμενος (επισκέπτης).

    5. πανηγυρικός•

    высокий стиль υψηλό ύφος.

    6. (για ήχους) λεπτός,οξύς.
    εκφρ.
    высокий лоб – φαρδύ (ψηλό) μέτωπο•
    - ая грудь – ψηλό (ορθό) στήθος•
    быть -го’мнения – έχω καλή γνώμη (για κάποιον).

    Большой русско-греческий словарь > высокий

  • 19 высота

    θ.
    1. το ύψος, το ψήλος•

    высота дома το ύψος του σπιτιού•

    высота над уровнем моря το υψόμετρο• υψοδείχτης•

    высота полета το ύψος πτήσης•

    набирать -у πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι, υψώνομαι•

    в -е στα οψη•

    на -е 10 м. σε υψος 10 μ.

    2. ύψωμα, λόφος, βουναλάκι• κο•

    высота мантные -ы (στρατ;) τα δεσπόζοντα υψώματα.

    3. βαθμός• μέγεθος•

    высота давления ύψος πίεσης•

    температуры το ύψος της θερμοκρασίας•

    высота знаний το μέγεθος των γνώσεων•

    высота техники το ύψος της τεχνικής.

    εκφρ.
    быть ή оказаться на -е положения – στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων.

    Большой русско-греческий словарь > высота

  • 20 высотный

    επ. (υ)ψηλός•

    -ые здания ψηλά χτίρια•

    высотный полет υψηλή πτήση•

    -ые самолеты αεροπλάνα υψηλής πτήσης.

    εκφρ.
    - ая болезнь – ίλιγγος ύψους.

    Большой русско-греческий словарь > высотный

См. также в других словарях:

  • ψήλος, το — και ο το ύψος: Τον πέρασα στον ψήλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψήλος — το, Ν 1. ανάστημα, ύψος 2. φρ. «πάω τού ψήλου» i) πετώ προς τα πάνω, ανυψώνομαι ii) ψηλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. χοντρός: χόντρος [το])] …   Dictionary of Greek

  • ψηλός — ή, ό, Ν βλ. υψηλός …   Dictionary of Greek

  • ψηλός — ή, ό επίρρ. ά 1. υψηλόσωμος. 2. σε ήχους, οξύς. 3. υπέροχος, εξαίρετος, ανώτερος, βασιλικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… …   Wikipedia

  • Degré de comparaison — Pour les articles homonymes, voir comparaison et gradation. En grammaire, les degrés de comparaison ou degrés de signification sont une propriété des adjectifs et des adverbes, décrivant l intensité de la notion exprimée. On parle aussi de… …   Wikipédia en Français

  • Degré de l'adjectif — Degré de comparaison Pour les articles homonymes, voir comparaison et gradation. En grammaire, les degrés de comparaison ou degrés de signification sont une propriété des adjectifs et des adverbes, décrivant l intensité de la notion exprimée. On… …   Wikipédia en Français

  • Degré de l'adverbe — Degré de comparaison Pour les articles homonymes, voir comparaison et gradation. En grammaire, les degrés de comparaison ou degrés de signification sont une propriété des adjectifs et des adverbes, décrivant l intensité de la notion exprimée. On… …   Wikipédia en Français

  • Degré de signification — Degré de comparaison Pour les articles homonymes, voir comparaison et gradation. En grammaire, les degrés de comparaison ou degrés de signification sont une propriété des adjectifs et des adverbes, décrivant l intensité de la notion exprimée. On… …   Wikipédia en Français

  • Degrés de comparaison — Degré de comparaison Pour les articles homonymes, voir comparaison et gradation. En grammaire, les degrés de comparaison ou degrés de signification sont une propriété des adjectifs et des adverbes, décrivant l intensité de la notion exprimée. On… …   Wikipédia en Français

  • Degrés de l'adjectif — Degré de comparaison Pour les articles homonymes, voir comparaison et gradation. En grammaire, les degrés de comparaison ou degrés de signification sont une propriété des adjectifs et des adverbes, décrivant l intensité de la notion exprimée. On… …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»