1 ψηκεδών
ψηκεδών, όνος, ὁ, = κονιορτός.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ψηκεδών
ψηκεδών — όνος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κονιορτός». [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < θ. ψη τού ψήω* / ψῆν κατά το τηκεδών*] … Dictionary of Greek