-
1 δόντι
τό1) зуб;πρώτα δόντια — молочные зубы;
υστερινά δόντια — зубы мудрости;
εμπροσθινά (πίσω) δόντια — передние (коренные) зубы;
ψεύτικα δόντια — вставные зубы;
τό τρίξιμο των δόντιών — скрежет зубов;
βγάζει (αλλάζει) δόντια το παιδί — у ребёнка прорезаются (меняются) зубы;
βγάζω δόντι — вырывать зуб;
2) тех зуб, зубец;3) зазубрина;§ μιλώ όξω από τα δόντια — высказывать всё напрямик;
σκάζουν τα δόντια του — зубы чешутся;
μέσα απ' τα δόντια — сквозь зубы;
δεν είναι γιά τα δόντια μου (σου κ,λ.π.) — это мне (тебе и т. д.) не по зубам;
τρίζω τα δόντια μου — а) скрежетать зубами; — б) оскаливаться;
τρίζω ( — или δείχνω) τα δόντια — показывать зубы, огрызаться;
έχω γερά δόντια — или κόβει το δόντι μου — иметь крепкие зубы; — уметь за себя постоять;
κρατώ κάποιον με τα δόντια — держаться (зубами) за кого-л.;
η ψυχή μου πηγε στα δόντια μου — душа в пятки ушла;
με την ψυχή στα δόντια — еле жив;
μοβ πονεί το δόντι γι' αυτή — я неравнодушен к ней; — я влюблён в неё;
οπλισμένος ως τα δόντια ( — или μέχρι οδόντων) — вооружённый до зубов;
δεν έχει να ξύσει το δόντι του — у него ветер свистит в карманах
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… … Dictionary of Greek
Stratos Dionysiou — Infobox musical artist Name = Stratos Dionysiou Στράτος Διονυσίου Img capt = Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Stratos Dionysiou Alias = Born = birth date|1935|11|8 Died =death date and age|1990|5|11|1935|11|8 Origin =… … Wikipedia
Μεγαρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Οινόπης. Ως πιθανοί πατέρες του αναφέρονται ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πανδίονας, ο Ποσειδώνας και ο Ιππομένης, εγγονός του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Βοιωτικής Ορχηστού. Ο Μ.… … Dictionary of Greek
αιολίζω — (I) αἰολίζω (Α) [αἴολος] διαστρέφω κάτι με ψεύτικα λόγια, με σοφιστείες. (II) αἰολίζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιολείς 2. συνθέτω κατά τον αιολικό τρόπο 3. μιλώ την αιολική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰολεύς. ΠΑΡ. αρχ. αἰόλισμα, αἰολιστί]. (III) αἰολίζω … Dictionary of Greek
αλατοπίπερο — το 1. μίγμα από αλάτι και πιπέρι 2. διήγηση εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά, ωστόσο ψεύτικα και φανταστικά, περιστατικά («βάζει μπόλικο αλατοπίπερο στην κουβέντα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πιπέρι] … Dictionary of Greek
δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… … Dictionary of Greek
επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επίπλαστος — η, ο (AM ἐπίπλαστος, ον) [πλαστός] μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.) αρχ. 1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλαστα έμπλαστρα,… … Dictionary of Greek
επικαταψεύδομαι — ἐπικαταψεύδομαι (Α) [καταψεύδομαι] 1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον 2. κατηγορώ ψευδώς 3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα … Dictionary of Greek
επιορκώ — (AM ἐπιορκῶ, έω) νεοελλ. μσν. 1. δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψεύτικα («οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονας», Ομ. Ιλ.) 2. αθετώ όσα υποσχέθηκα ενόρκως, πατώ τον όρκο μου αρχ. (μτβτ.) «ἐπιορκῶ τινα ή τι» α) κάνω ψεύτικο όρκο σε κάποιο θεό β) (απλώς)… … Dictionary of Greek