Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ψεύτικα

См. также в других словарях:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κολακεία — η (AM κολακεία) [κολακεύω] καλόπιασμα κάποιου με ψεύτικα λόγια, υπερβολικά φιλόφρονη συμπεριφορά για ιδιοτελείς σκοπούς, γαλιφιά, γλείψιμο (α. «προσπαθεί με τις κολακείες να κερδίσει τη συμπάθεια τών προϊσταμένων της» β. «τεθνάναι δὲ μυριάκις… …   Dictionary of Greek

  • Stratos Dionysiou — Infobox musical artist Name = Stratos Dionysiou Στράτος Διονυσίου Img capt = Img size = Landscape = Background = solo singer Birth name = Stratos Dionysiou Alias = Born = birth date|1935|11|8 Died =death date and age|1990|5|11|1935|11|8 Origin =… …   Wikipedia

  • Μεγαρεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν γιος της Οινόπης. Ως πιθανοί πατέρες του αναφέρονται ο Δίας, ο Απόλλωνας, ο Πανδίονας, ο Ποσειδώνας και ο Ιππομένης, εγγονός του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Βοιωτικής Ορχηστού. Ο Μ.… …   Dictionary of Greek

  • αιολίζω — (I) αἰολίζω (Α) [αἴολος] διαστρέφω κάτι με ψεύτικα λόγια, με σοφιστείες. (II) αἰολίζω (Α) 1. μιμούμαι τους Αιολείς 2. συνθέτω κατά τον αιολικό τρόπο 3. μιλώ την αιολική διάλεκτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰολεύς. ΠΑΡ. αρχ. αἰόλισμα, αἰολιστί]. (III) αἰολίζω …   Dictionary of Greek

  • αλατοπίπερο — το 1. μίγμα από αλάτι και πιπέρι 2. διήγηση εμπλουτισμένη με εντυπωσιακά, ωστόσο ψεύτικα και φανταστικά, περιστατικά («βάζει μπόλικο αλατοπίπερο στην κουβέντα του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάτι + πιπέρι] …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

  • επίορκος — η, ο (AM ἐπίορκος, ον) αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους («καίτοι σφόδρα γ’ εἴσ’ ἐπίορκοι», Αριστοφ.) μσν. νεοελλ. αυτός που πάτησε τον όρκο του («ἐπάτησες τὸν ὅρκο σου... κ’ εἶσαι ἄπιστος, ἐφίορκος, στὸν λιζιόν σου, ἀφέντη», Χρον. Mop.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επίπλαστος — η, ο (AM ἐπίπλαστος, ον) [πλαστός] μτφ. πλαστός, ψεύτικος, προσποιητός (α. «επίπλαστη ευγένεια» β. «δακρύων ἐπιπλάστων», Λουκιαν.) αρχ. 1. (για πρόσ.) πασαλειμμένος, αλειμμένος, ψιμυθιωμένος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίπλαστα έμπλαστρα,… …   Dictionary of Greek

  • επικαταψεύδομαι — ἐπικαταψεύδομαι (Α) [καταψεύδομαι] 1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον 2. κατηγορώ ψευδώς 3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα …   Dictionary of Greek

  • επιορκώ — (AM ἐπιορκῶ, έω) νεοελλ. μσν. 1. δίνω ψεύτικο όρκο, ορκίζομαι ψεύτικα («οὐδ’ ἐπιορκήσω πρὸς δαίμονας», Ομ. Ιλ.) 2. αθετώ όσα υποσχέθηκα ενόρκως, πατώ τον όρκο μου αρχ. (μτβτ.) «ἐπιορκῶ τινα ή τι» α) κάνω ψεύτικο όρκο σε κάποιο θεό β) (απλώς)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»